«Πράσινη» ενέργεια, «στο κόκκινο» οι λογαριασμοί

Γράφτηκε από  Κατηγορία ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ Κυριακή, 19 Οκτωβρίου 2014 11:40
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ (ΟΚΕ)

 

Στα βιομηχανικής κλίμακας αιολικά πάρκα, που αδειοδοτούνται και κατασκευάζονται με διαδικασίες-εξπρές, εκτός από τα (υποτιθέμενα ενίοτε...) περιβαλλοντικά οφέλη των ανανεώσιμων πηγών, παραμονεύει και η δραματική άνοδος του κόστους παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας, που στα οικιακά τιμολόγια της ΔΕΗ εκφράζεται με τη διαρκή αύξηση του. 

Του Τάσου Σαραντή

 

Την ώρα που οι ανεμογεννήτριες ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια απ’ άκρη σ’ άκρη στις βουνοκορφές της χώρας και οι αιτήσεις για την αδειοδότηση και λειτουργία νέων, βιομηχανικής κλίμακας αιολικών πάρκων (ΒΑΠΕ) πέφτουν βροχή, η κυβέρνηση και το ΥΠΕΚΑ καμώνονται πως αγνοούν ότι η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από τα αιολικά προκαλεί σημαντική αύξηση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία -μετακυλιόμενη στους καταναλωτές- θα μπορούσε να επιφέρει σημαντική αύξηση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας.

 

Πορίσματα έρευνας

 

Στο συμπέρασμα αυτό επικεντρώνεται σχετική γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΟΚΕ), στην οποία τονίζεται ότι άλλες δυνητικές οικονομικές επιπτώσεις της αύξησης αυτού του κόστους είναι η πρόκληση ζημίας στην ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και η πρόσθετη επιβάρυνση, ιδιαίτερα των μειονεκτουσών κοινωνικών ομάδων.

 

Το σημαντικότερο πρόβλημα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που κυριαρχούν επί του παρόντος, δηλαδή της αιολικής και της ηλιακής ενέργειας, αφορά τις σημαντικές διακυμάνσεις της ενεργειακής τους απόδοσης που δεν μπορούν να εγγυηθούν την παραγωγή ενέργειας, κάτι που έχει ήδη αρχίσει να προκαλεί εμφανή προβλήματα, αναφέρεται στη γνωμοδότηση της ΟΚΕ.

 

Η αιολική και η ηλιακή ενέργεια παράγονται μόνον, όταν φυσά ο άνεμος ή όταν λάμπει ο ήλιος (διαλείπουσα παραγωγή ενέργειας), λόγος για τον οποίο έχουν κυμαινόμενη απόδοση. Αυτό σημαίνει ότι οι εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούνται για τη μετατροπή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε ηλεκτρική ενέργεια επιτυγχάνουν το μέγιστο επίπεδο απόδοσής τους μόνον επί περιορισμένο αριθμό ωρών ετησίως. Η περίοδος χρήσης της εγκατεστημένης δυναμικότητας είναι περίπου 800-1.000 ώρες για τα φωτοβολταϊκά κύτταρα (στη Γερμανία), περίπου 1.800-2.200 ώρες για τη χερσαία παραγωγή αιολικής ενέργειας και σχεδόν το διπλάσιο για την αντίστοιχη υπεράκτια παραγωγή.

 

Παραδείγματος χάρη, το 2011 στη Γερμανία, η ενεργειακή απόδοση των φωτοβολταϊκών κυττάρων και των ανεμογεννητριών ανήλθε σε ποσοστό ελάχιστα υψηλότερο του 10% και ελάχιστα χαμηλότερο του 20%, αντιστοίχως, σε σχέση με τη συνολική ετήσια απόδοση που επιτυγχάνεται υπό συνθήκες αδιάλειπτης παραγωγής. Αντιθέτως, οι υδροηλεκτρικοί σταθμοί, οι μονάδες που χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα και οι πυρηνικές εγκαταστάσεις μπορούν να επιτύχουν πολύ υψηλότερα ποσοστά (80-90%) ετήσιας μέσης χρήσης (δηλαδή περισσότερες από 7.000 ώρες πλήρους δυναμικότητας).

 

Τεράστια πλεονάσματα

 

Σύμφωνα με την ΟΚΕ, λαμβανομένης υπόψη της πλεονάζουσας προσφοράς, όποτε η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από αιολικές ή ηλιακές εγκαταστάσεις υπερβαίνει την ικανότητα του δικτύου και την πραγματική ζήτηση που εκδηλώνεται από τους καταναλωτές, τότε υπάρχουν τα εξής τρία ενδεχόμενα: είτε η παραγωγή σταματά εν μέρει (πράγμα το οποίο σημαίνει ότι ένα μέρος της δυνητικής ενεργειακής απόδοσης παραμένει αχρησιμοποίητο) είτε παρατηρείται υπερφόρτωση των δικτύων μεταφοράς είτε -εάν υπάρχουν οι απαιτούμενες εγκαταστάσεις- το πλεόνασμα ηλεκτρικής ενέργειας μπορεί να αποθηκευτεί και να διανεμηθεί εν συνεχεία στους καταναλωτές, όταν η αιολική ή η ηλιακή απόδοση θα είναι ανεπαρκής.

 

Στην περίπτωση υπερφόρτωσης του δικτύου από την ενέργεια που παράγεται από αιολικές ή ηλιακές εγκαταστάσεις απειλείται η ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, καθώς επιβαρύνονται τα υφιστάμενα δίκτυα μεταφοράς σε γειτονικές χώρες, κάτι που συνιστά απειλή για τη λειτουργία των δικτύων, αλλά και πηγή πρόσθετου κόστους λόγω της λήψης διορθωτικών μέτρων και της ανάγκης επενδύσεων σε συστήματα προστασίας (όπως οι μετασχηματιστές μετατόπισης φάσης).

 

Για να προστατευθεί το δίκτυο από τυχόν υπερφόρτωση σε περίπτωση πλεονάζουσας προσφοράς, λόγω των τεράστιων πλεονασμάτων που προκύπτουν ως συνέπεια της αυξημένης χρήσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, καθίσταται αναγκαία η αποθήκευση αυτής της ενέργειας για μετέπειτα χρήση. Ωστόσο, η ανάπτυξη και η εγκατάσταση επαρκούς συνολικής χωρητικότητας αποθήκευσης αποτελούν προς το παρόν «πρόκληση, ευκαιρία και απόλυτη αναγκαιότητα», σύμφωνα με την ΟΚΕ. Ομως, σύμφωνα με ορισμένες προβλέψεις, εκτιμάται ότι η τροφοδότηση με ηλεκτρική ενέργεια προερχόμενη από καινοτόμες εγκαταστάσεις αποθήκευσης θα έχει τουλάχιστον διπλάσιο κόστος από ό,τι η μη αποθηκευόμενη ηλεκτρική ενέργεια.

 

Μικρό μερίδιο

 

Εξάλλου, δεδομένου ότι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έχουν κυμαινόμενη απόδοση, η συμβολή τους στην επίτευξη «αμετάβλητης δυναμικότητας» -δηλαδή στην κάλυψη της μέγιστης ετήσιας κατανάλωσης κατά τις περιόδους αιχμής- δεν μπορεί παρά να είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Η Γερμανική Υπηρεσία Ενέργειας (Dena) εκτιμά ότι η συμβολή αυτή κυμαίνεται μεταξύ 5% και 10% για την αιολική ενέργεια και αντιστοιχεί μόλις σε 1% για την ηλιακή ενέργεια (σε σύγκριση με ποσοστό 92% για τις λειτουργούσες με λιγνίτη μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας).

 

Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι η φωτοβολταϊκή ενέργεια έχει ουσιαστικά μηδενική συμβολή στην κάλυψη της μέγιστης ετήσιας κατανάλωσης, η οποία προκύπτει πάντοτε (παραδείγματος χάρη, στη Γερμανία) τα βράδια του χειμώνα, όταν δεν υπάρχει παραγωγή φωτοβολταϊκής ενέργειας. Συνεπάγεται, μάλιστα, ότι οι συμβατικοί σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας θα εξακολουθήσουν, αφ’ ενός, να είναι αναγκαίοι για την αντιστάθμιση της ανεπαρκούς παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές και, αφ’ ετέρου, να εξασφαλίζουν αξιόπιστη δυναμικότητα. Οι συμβατικοί σταθμοί παραγωγής θα παραμείνουν απαραίτητοι, μέχρι να αποκτηθεί επαρκής αριθμός καινοτόμων εγκαταστάσεων αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας.

 

 

Οι «προνομιούχοι ενδιαφερόμενοι» κρύβουν το πραγματικό κόστος

 

Οπως επισημαίνεται στη γνωμοδότηση της ΟΚΕ, ολόκληρη η οικονομία -δηλαδή ουσιαστικά οι καταναλωτές (ή/και οι φορολογούμενοι)- θα επιβαρυνθεί μοιραία με τις συνολικές δαπάνες που προκύπτουν από τη χρήση των διαλειπουσών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Είναι αξιοσημείωτο, αναφέρει η ΟΚΕ, ότι σε χώρες στις οποίες υπάρχουν μηχανισμοί προορατικής υποστήριξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όπως π.χ. στη Γερμανία και τη Δανία, οι εγχώριες τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας είναι ήδη κατά 40%-60% υψηλότερες από τον μέσο όρο της Ε.Ε.

 

Ως εκ τούτου, η αυξημένη χρήση των τεχνολογιών των διαλειπουσών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα προκαλέσει περαιτέρω αύξηση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας η οποία, μετακυλιόμενη στους καταναλωτές, θα μπορούσε, σύμφωνα με τις πρώτες γενικές εκτιμήσεις, να επιφέρει σημαντική αύξηση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας.

 

«Η παραγωγή ολοένα και περισσότερης ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές θα επιφέρει αισθητή αύξηση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας για τους χρήστες», αναφέρει συμπερασματικά η ΟΚΕ. Και καταλήγει: «Εάν το ζητούμενο είναι η εποικοδομητική συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών στις συγκεκριμένες διαδικασίες και η εφαρμογή ενεργειακών πολιτικών περισσότερο εστιασμένων στα συμφέροντα των καταναλωτών, τότε θα πρέπει να γίνει μεγαλύτερο άνοιγμα και να επιδιωχθεί η περαιτέρω εξοικείωση, τόσο των απλών Ευρωπαίων πολιτών όσο και των αρμόδιων για τη λήψη αποφάσεων, με τα ποσοτικά δεδομένα και τις συσχετίσεις. Η επιτυχία τού εν λόγω εγχειρήματος συχνά δυσχεραίνεται εξαιτίας των μεροληπτικών επιχειρημάτων και στοιχείων που προβάλλονται από διάφορες προνομιούχες ομάδες ενδιαφερομένων, οι οποίες αποσιωπούν τα τρωτά σημεία των θέσεών τους»!

 

Δεδομένου ότι η γνωμοδότηση της ΟΚΕ -που εκπονήθηκε έπειτα από αίτημα της ιρλανδικής προεδρίας- δημοσιοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2013, γίνεται φανερό ότι η κυβέρνηση και το ΥΠΕΚΑ την αγνοούν επιδεικτικά, με στόχο να αποκρύψουν από τους πολίτες το πραγματικό κόστος των αναρίθμητων επενδύσεων στα αιολικά που υλοποιούνται στη χώρα μας. Για κάποιους λόγους, η γνωμοδότηση δεν έχει τύχει δημοσιοποίησης και από τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης.

 

Τ.Σ.

Διαβάστηκε 2491 φορές Τελευταία τροποποίηση στις Τρίτη, 21 Οκτωβρίου 2014 10:24