Ηράκλειο 08-06-2016
Ανάπτυξη σήμερα.
Ποιες οι δυνατότητες και ποιες οι προϋποθέσεις επίτευξης της
Ερχόμαστε ξανά σήμερα εδώ για να συζητήσουμε για την ανάπτυξη.
Το ξανασυζητήσαμε το 2011 και το 2013, όπου μάλιστα στον τίτλο συζήτησης η ανάπτυξη συσχετίστηκε με το περιβάλλον.
Το 2011 είχαμε επισημάνει ότι «το θέμα της ανάπτυξης δεν έχει απασχολήσει μέχρι τώρα σοβαρά το ΤΕΕ/ΤΑΚ. Τώρα, σε καιρό κρίσης» λέγαμε, «ίσως είναι ο μόνος φορέας που δεν έχει διοργανώσει εκδηλώσεις- συζητήσεις πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, όπως έκαναν άλλοι φορείς με καλεσμένους γνωστούς επιστήμονες και παρά το γεγονός ότι τα τελευταία δυό χρόνια επανειλημμένα το προτείναμε. Τέτοιου είδους εκδηλώσεις εκ των πραγμάτων θα προσέγγιζαν και το θέμα της ανάπτυξης και θα αποτελούσαν ένα εργαλείο για τη μοναδική εκδοχή «μετατροπής της κρίσης σε ευκαιρία».
Είχαμε εντοπίσει μια σκοπιμότητα γι αυτό το έλλειμμα. Τη σκοπιμότητα να μην θιχτούν τα πραγματικά προβλήματα, να μην αναδειχθούν οι διαφορές των παρατάξεων στην προσέγγιση της έννοιας της ανάπτυξης, να μην τεθεί το ερώτημα «ανάπτυξη για ποιόν;», να συσκοτιστούν οι πραγματικές θέσεις των παρατάξεων ΔΚΜ και ΠΑΣΚ, που διακαώς επιθυμούν και ονειρεύονται κάποιου είδους ανάπτυξη που παράγεται μέσα από μια διαδικασία που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει!
Πιστεύουν σ’ ένα μαγικό successstory, που έρχεται κυρίως από τη διεθνή οικονομία, αλλά και από την εγχώρια, αν της δοθούν τα κατάλληλα κίνητρα, δηλαδή περισσότερες απαλλαγές από φόρους και εισφορές, όπου οι «άριστοι», «με σεβασμό στο περιβάλλον» θα ανεβάσουν την ανταγωνιστικότητά τους –με τι τίμημα για την κοινωνία άραγε;- και κάποτε θα παραχθεί ένας μεγάλος πλούτος –χωρίς ελλείμματα- ικανός να θρέψει και το κοινωνικό κράτος!
Από την εισήγηση που κατατέθηκε, διαφαίνεται ότι οι συνταγές του παρελθόντος -που σήμερα είναι απευκταίες- περιορίζονται στην αντίληψη ότι τα ελλείμματα τα παρήγαγε η άσκηση κοινωνικής πολιτικής! Είναι ένας άλλος τρόπος να πεις «μαζί τα φάγαμε», χωρίς μάλιστα να χρειαστεί να καταγγείλεις το πελατειακό κράτος!
Στην πραγματικότητα όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι, γιατί ούτε ισχυρό κοινωνικό κράτος είχαμε στη χώρα μας, ούτε τα ελλείμματα οφείλονται στον πλουτισμό των εργαζόμενων, αλλά στη συσσώρευση του πλούτου σε μονοπώλια και τράπεζες. Η κρίση και οι αυστηρές συνταγές λιτότητας άλλωστε, τα έκαναν όλα αυτά πιο σκληρά, όσο και προφανή.
Ο σεβασμός σ’ αυτή την πολιτική, στ’ όνομα μιας περίεργης ηθικής και της απόλυτης προτεραιότητας του «μένουμε Ευρώπη», θα χειροτερέψει πολύ τα πράγματα, όσο δεν γίνεται κατανοητό το πως λειτουργεί το σύστημα και όσο ψάχνει κανείς τις λύσεις, χωρίς να αμφισβητήσει καθόλου τους όρους λειτουργίας του.
Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και την προτεραιότητα –που επίσης διαφαίνεται από την εισήγηση- να ασκηθεί κυβερνητική αντιπολίτευση, το αποτέλεσμα οδηγεί σε ακόμα πιο ρηχή προσέγγιση του ζητήματος της ανάπτυξης.
Το δικό μας πρόβλημα όμως, δεν ήταν και δεν είναι το τι κάνει αυτή και κάθε κυβέρνηση, αλλά το τι κάνουμε εμείς και υπό ποιούς όρους θα δημιουργηθούν οι συνθήκες έτσι ώστε ν’ αλλάξουν τα πράγματα και να σταθεί δυνατόν να εκφραστεί και να υλοποιηθεί μια άλλη πολιτική για την ανάπτυξη, στη χώρα μας και όχι μόνο. Γιατί αν πραγματικά πιστεύει κανείς ότι η κρίση δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο αλλά ευρωπαϊκό και διεθνές, θα πρέπει να συνυπολογίζει και τι γίνεται έξω από τη χώρα και ιδιαίτερα στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία που παρεμβαίνει και επηρεάζει δραματικά την πολιτική και την οικονομία της κάθε χώρας.
Εμείς, μέχρι σήμερα, προσπαθήσαμε να θίξουμε έστω, τα πραγματικά προβλήματα, που αποτελούν εμπόδια, όχι μόνο για τους πολλούς να βρουν άλλους όρους για μια ανάπτυξη που θα αφορά στην κοινωνία και θα βελτιώνει τη ζωή μας, αλλά και για όσους λεηλάτησαν την κοινωνία και τους φυσικούς πόρους στ’ όνομα της ανάπτυξης, όπως την όρισε και την άσκησε το σύστημα στην εξέλιξή του και ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες.
Λέμε «να θίξουμε έστω, τα πραγματικά προβλήματα», επειδή τις λύσεις δεν τις έχει κανένας έτοιμες και χρειάζεται πολλή σκέψη και δουλειά για να τις βρούμε, αλλά και επειδή αν δεν πατήσουμε πάνω στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται να τις βρούμε ποτέ.
ΣΧΕΔΙΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Πάρα πολλοί αναλυτές σήμερα υποστηρίζουν ότι η κρίση που βιώνουμε δεν είναι μια απλή κρίση αλλά μια δομική κρίση που δε θα ξεπεραστεί με εύκολο τρόπο. Αυτό δε θα οδηγήσει βέβαια σε «ξαφνικό θάνατο» του καπιταλισμού, όσο τουλάχιστον δεν δημιουργείται ένας συσχετισμός δυνάμεων που θα τον αμφισβητήσει.
Ωστόσο, κάποιες από τις βασικές συστημικές αντιθέσεις, θέτουν ζητήματα που είναι αναγκαίο να ληφθούν υπόψη στη συζήτηση για το θέμα της ανάπτυξης. Θα αναφερθούμε επιγραμματικά σε κάποια από τα πολύ σοβαρά αυτά ζητήματα.
Α. ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Υπερσυσσώρευση πλούτου και όξυνση των ανισοτήτων
Το 2012 έγινε ευρέως γνωστό ότι στις μέρες μας κυβερνούν τον κόσμο μόλις 147 επιχειρήσεις. Τα τρία τέταρτα απ΄αυτές ανήκουν στον χρηματοπιστωτικό τομέα, με πρώτη στον κόσμο τη βρετανική τράπεζα Μπάρκλεϊς! Μπορούμε να πούμε και 737 επιχειρήσεις, καθώς οι 147 ελέγχουν το 40% της παγκόσμιας οικονομίας, ενώ οι 737 (μαζί με τις 147) ελέγχουν το 80% της οικονομίας του πλανήτη!
Η αλληλοδιασύνδεση αυτών των πανίσχυρων επιχειρήσεων ενισχύεται ακόμη περισσότερο από δάνεια που χορηγούν η μία στην άλλη, από ασφάλιστρα κινδύνου (CDS) και από άλλα υψηλού κινδύνου χρηματοοικονομικά προϊόντα εντελώς αδιαφανή. Οι πάντες υπέθεταν ισχυρότατη συγκέντρωση ελέγχου, αλλά τέτοιο γεγονός, μερικές εκατοντάδες επιχειρήσεις αλληλοδιαπλεκόμενες να έχουν συμμετοχή σε εταιρείες που εκπροσωπούν το 80% της παγκόσμιας οικονομίας από πλευράς κύκλου εργασιών, κανένας δεν το φανταζόταν.
Γι' αυτό και έχει προκαλέσει παγκόσμιο σάλο, αίσθηση και συζητήσεις, η πρωτοποριακή μελέτη τριών Ελβετών ερευνητών του Πολυτεχνείου της Ζυρίχης, που αποκάλυψε τα στοιχεία αυτά.[1]
Τον Ιανουάριο του 2016 μάθαμε από τη δημοσιοποίηση έκθεσης με τίτλο «Μια οικονομία για το 1%» της MKO Oxfam, πως μόλις 62 μεγιστάνες κατέχουν σήμερα πλούτο όσο 3,6 δισεκατομμύρια άνθρωποι μαζί ή αλλιώς το φτωχότερο μισό του παγκόσμιου πληθυσμού.
Η Οxfam προειδοποιεί ότι παρά τη μείωση της ακραίας φτώχειας, η οικονομική ανισότητα προσεγγίζει σήμερα νέα άκρα και είναι επιζήμια για όλους, καθώς επηρεάζει ανάπτυξη και κοινωνική συνοχή.
Τονίζει ότι: «Αντί για μια οικονομία που λειτουργεί για την ευημερία όλων, για τις μελλοντικές γενιές και τον πλανήτη έχουμε δημιουργήσει μια οικονομία για το 1%».
Τα μέτρα που η συγκεκριμένη ΜΚΟ προτείνει για να μειωθεί το χάσμα βρίσκονται στον αντίποδα όλων των ασκούμενων πολιτικών σε διεθνές επίπεδο και είναι:
α. Υψηλότεροι μισθοί για τους χαμηλά αμειβόμενους.
β. Υψηλότερες δημόσιες επενδύσεις.
γ. Αλλαγή του διεθνούς συστήματος επιστημονικής έρευνας και τιμολόγησης των φαρμάκων έτσι ώστε ο καθένας να έχει πρόσβαση.
δ. Ελεγχος της επιρροής των πανίσχυρων ελίτ.
ε. Προώθηση της οικονομικής ισότητας και των δικαιωμάτων των γυναικών.
στ. Αντιμετώπιση της φοροαποφυγής με κλείσιμο των φορολογικών παραδείσων του πλανήτη, που χρησιμοποιούνται αυξανόμενα από πλούσιους και επιχειρήσεις.[2]
Φοροδιαφυγή
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Oxfam, περίπου 7,6 τρισ. δολάρια –ποσόν ίσο δηλαδή με το ΑΕΠ της Γερμανίας και της Βρετανίας μαζί- βρίσκονται σήμερα «παρκαρισμένα» σε χώρες-φορολογικούς παραδείσους του πλανήτη στερώντας από τις κυβερνήσεις φόρους 190 δισ. δολαρίων ετησίως.
Εννιά στις 10 πολυεθνικές επιχειρήσεις, από το σύνολο των κορυφαίων 200 του πλανήτη που έβαλε στο μικροσκόπιό της η Oxfam, έχουν παρουσία σήμερα σε τουλάχιστον ένα φορολογικό παράδεισο του πλανήτη.
Αρκετές από αυτές τις επιχειρήσεις αποτελούν στρατηγικούς εταίρους του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ.
Η φοροδιαφυγή τους στερεί από τις αναπτυσσόμενες χώρες τουλάχιστον 100 δισ. δολάρια ετησίως.[3]
Η φούσκα της διεθνούς οικονομίας
«Οι πολυάριθμες προβλέψεις των οικονομικών δεικτών και της πορείας των διεθνών αγορών που δημοσιεύονται καθημερινά σχολιάζουν τις λεπτομέρειες της διεθνούς οικονομίας, αλλά σπανίως την ουσία, η οποία μπορεί να συνοψιστεί σε ένα γράφημα με στοιχεία από οργανισμούς όπως η Τράπεζα της Αγγλίας, οι Financial Times και το Bloomberg.
Τα διεθνή χρέη, κρατικά και μη,ανέρχονται σε περίπου 200 τρις. δολάρια. Ως αντίκρισμα υπάρχει το χρυσάφι (αξίας 7,8 τρις. διεθνώς), το ρευστό χρήμα και οι καταθέσεις παντός είδους (8,2 τρις.).
Ακόμη και αν προστεθεί στο αντίκρισμα η αξία της διεθνούς αγοράς ακινήτων (13,6 τρις.), το συγκριτικά αμελητέας αξίας ασήμι (14 δις.) και η εκτίμηση της (αμφιβόλου) αξίας των διεθνών χρηματιστηρίων (70 τρις.), το διεθνές χρέος είναι υπερδιπλάσιο της συνολικής αξίας των περιουσιακών στοιχείων.
Η αξία των χρηματοπιστωτικών προϊόντων που είναι γνωστά ως «παράγωγα» ανέρχεται, σύμφωνα με την Τράπεζα της Αγγλίας, σε τουλάχιστον 630 τρις. δολάρια (λιγότερο αισιόδοξες εκτιμήσεις υπολογίζουν τα παράγωγα σε 1.200–1.400 τρις. δολάρια). Στην ουσία τα παράγωγα είναι αμφιβόλου αξίας χρηματοπιστωτικά προϊόντα και αποτελούν μέρος της πλασματικής οικονομίας που παράγεται, για παράδειγμα, από την ανακατανομή χρέους.
Η σύγκριση των διαφόρων μερών του πλασματικού και του υπαρκτού πλούτου είναι εμφανής στο γράφημα. Αν σημειωθεί ότι τα παράγωγα και τα διεθνή χρέη αντιστοιχούν στο 900% και στο 280%, αντίστοιχα, του παγκοσμίου ΑΕΠ (που είναι περίπου 70 τρις.), το μέγεθος της φούσκας της διεθνούς οικονομίας γίνεται σαφέστατα αντιληπτό.»[4]
Κατά τον Ντέβιντ Χάρβεϋ:[5]«Το κύμα χρηματιστικοποίησης που εμφανίστηκε μετά τα μέσα της δεκαετίας του ΄70 υπήξε θεαματικό ως προς τον αρπακτικό του χαρακτήρα: προώθηση μετοχών και χειραγώγηση των αγορών, πυραμίδες και εταιρική απάτη, λεηλασία περιουσιακών στοιχείων με συγχωνεύσεις και εξαγορές, προώθηση επιπέδων δεσμευτικού χρέους που υποβιβάζει ολόκληρους πληθυσμούς -ακόμα και σε προηγμένες καπιταλιτικές χώρες- σε χρεωστική δουλοπαροικία, απογύμνωση περιουσιακών στοιχείων (η επιδρομή σε συνταξιοδοτικά ταμεία και ο αποδεκατισμός τους μέσω χρηματιστηριακών και εταιρικών καταρρεύσεων) , – όλα αυτά τα γνωρίσματα έχουν κομβική σημασία για την ουσία του σύγχρονου καπιταλισμού.»
«Εξ ολοκλήρου νέοι μηχανισμοί συσσώρευσης δια αποστέρησης έχουν επίσης κάνει ένα άνοιγμα...»
«Τέλος πρέπει να επισημάνουμε το ρόλο των κρίσεων. Η κρίση, εξάλλου, δεν είναι παρά μια μαζική φάση αποστέρησης περιουσιακών στοιχείων... Ωστόσο, έτσι ο πλούτος και η ισχύς αναδιανέμονται εντός των τάξεων. Απαξιωμένα περιουσιακά κεφάλαια λόγω χρεοκοπίας ή οικονομικής κατάρρευσης μπορούν να αγοραστούν για ένα κομμάτι ψωμί από αυτούς που διαθέτουν ρευστό και να ανακυκλωθούν επικερδώς επιστρέφοντας στην κυκλοφορία. Με αυτό τον τρόπο το πλεονάζον κεφάλαιο βρίσκει ένα νέο και γόνιμο έδαφος για εκ νέου συσσώρευση...Αυτό ακριβώς κατορθώνει τόσο επιδέξια το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το αποτέλεσμα είναι η περιοδική δημιουργία ενός αποθέματος απαξιωμένων και, σε πολλές περιπτώσεις, υποτιμημένων περιουσιακών στοιχείων, σε κάποιο μέρος του κόσμου, που μπορεί να τεθεί προς επικερδή χρήση από εκείνους που διαθέτουν πλεονάσματα κεφαλαίου και δεν βρίσκουν ευκαιρίες αλλού. Αυτό ακριβώς συνέβη στην ανατολική και νοτιοανατολική Ασία τη διετία 1997 -1998, στη Ρωσία το 1998 και στην Αργεντινή την περίοδο 2001 -2002. Και αυτό το φαινόμενο είναι που ξέφυγε από κάθε έλεγχο τη διετία 2008 -2009.»
Αυτό βέβαια συμβαίνει και στην Ελλάδα, προσθέτουμε εμείς.
Τα όρια της ανάπτυξης
Το πολιτικό σύστημα θεωρεί αναγκαίο να υπάρχει πάντα ένας ρυθμός ανάπτυξης του 3%, προκειμένου να υπάρχουν κίνητρα κερδοφορίας για να αναπαραχθεί.
Μετρούμενο σε επίπεδα παγκόσμιας ανάπτυξης, αυτό το 3% μπορούσε να διατηρείται τα τελευταία χρόνια χάρις στους ρυθμούς ανάπτυξης της Ανατολής (Κίνα, Ινδία), όπου μεταφέρθηκαν τα προηγούμενα χρόνια οι παραγωγικές επενδύσεις.
Σήμερα όμως παρατηρείται φρένο στην ανάπτυξη και σ’ αυτές τις περιοχές της γης.
Ωστόσο το κύριο πρόβλημα δεν είναι αυτό.
Το κύριο πρόβλημα είναι, ότι η εκθετική ανάπτυξη των αριθμών έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο επειδή ο παγκόσμιος πλούτος, έστω νοούμενος ως φούσκα, έχει φτάσει σε ασύλληπτα νούμερα.
Γράφει ο Ντείβιντ Χάρβεϋ ότι εάν πρόκειται να επανέλθουμε σε ρυθμό ανάπτυξης του 3%, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να βρεθούν νέες και επικερδείς ευκαιρίες για παγκόσμιες επενδύσεις ύψους 1,6 τρις δολαρίων περίπου, που έως το 2030 θα έχουν φτάσει τα 3 τρις δολάρια. Μιλούμε δηλαδή για ασύλληπτα ποσά σε σχέση με το 0,15 τρις δολάρια για νέες επενδύσεις που χρειαζόταν να γίνουν το 1950 και με το 0,42 τρις δολάρια του 1973.
«Τα αληθινά προβλήματα εύρεσης επαρκών διεξόδων για το πλεονάζον κεφάλαιο άρχισαν να αναφαίνονται μετά το 1980, ακόμα και με το άνοιγμα της Κίνας και την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ. Οι δυσκολίες εν μέρει επιλύθηκαν με τη δημιουργία πλαστών αγορών, όπου η κερδοσκοπία σε αξίες ενεργητικού μπορούσαν να απογειωθούν χωρίς κανένα έλεγχο από ρυθμιστικούς μηχανισμούς. Που θα πάνε τώρα όλες αυτές οι επενδύσεις;»[6]
Είναι λοιπόν προφανής η εξάρτηση της «ανάπτυξης», έτσι όπως ήταν νοητή τις τελευταίες δεκαετίες:
-
από τη φούσκα της διεθνούς οικονομίας, κυρίως στο χρηματοπιστωτικό τομέα, που κάποιοι υποστηρίζουν ότι προηγείται πάντα μιας μεγάλης κρίσης,
-
από την άρνηση άσκησης πολιτικών αναδιανομής, που θα μπορούσαν να εξαλείψουν τη φτώχεια και να δώσουν διέξοδο σε νέες επενδύσεις, άρνηση που έχει οδηγήσει και οδηγεί σε στασιμότητα μισθών σε όλο το δυτικό κόσμο, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ε.Ε. εδώ και πολλά χρόνια και επομένως σε μείωση της ζήτησης ως συνέπεια της μείωσης της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων,
-
από την παραγωγή και διάθεση στην αγορά φτηνών προϊόντων όλο και χαμηλότερης ποιότητας, έτσι ώστε να αντέξουν οι κοινωνίες στη στασιμότητα των μισθών και παροχών[7], αλλά και να παραπλανηθούν ότι τάχα δεν πέφτει το βιωτικό τους επίπεδο,
-
από τη μείωση ενεργού εργατικού δυναμικού λόγω ανάπτυξης της τεχνολογίας, με δημιουργία στρατιών ανέργων, αλλά και με παράλληλη αύξηση της έντασης και των ωραρίων εργασίας[8],
-
από τις ιδιωτικοποιήσεις σε όλο το φάσμα του κοινωνικού τομέα και των πάλαι ποτέ δημόσιων αγαθών, που φτάνουν στα άκρα σε συνθήκες επιβολής των νέων Διεθνών Συμφωνιών Εμπορίου (TTIP CETA TiSA), ως εργαλεία μεταφοράς ισχύος από τα κράτη στις εταιρείες, που επικαλούνται αύξηση θέσεων εργασίας ενώ έχει αποδειχθεί από τις προγενέστερες συμφωνίες απελευθέρωσης εμπορίου που εφαρμόστηκαν ότι τις μειώνουν,[9]
-
από τοποθετήσεις κεφαλαίων σε όλο τον κόσμο μόνο σε «σταθερές αξίες», δηλαδή τη γη, τις υποδομές και τους φυσικούς πόρους, αυτό που ονομάζεται «συσσώρευση δια της υφαρπαγής».
Είναι προφανές και το που οδηγεί αυτό το είδος της ανάπτυξης, δηλαδή σ’ ένα κόσμο όπου όσοι μετέχουν όχι μόνο στην ατομική ιδιοκτησία και τα κέρδη, αλλά ακόμα και σε βασικά αγαθά, όπως η εργασία, η ελεύθερη μετακίνηση, ή η σύνταξη, γίνονται κάθε μέρα λιγότεροι.
Β. ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Τα μνημόνια έσωσαν τις ευρωπαϊκές τράπεζες, όχι την Ελλάδα
Γνωρίζουμε τώρα όλοι -αφού πολύ μελάνι είχε χυθεί για το αντίθετο- ότι το 95% των μνημονιακών δανείων δεν διατέθηκαν για να διασωθεί η Ελλάδα, αλλά οι ευρωπαϊκές τράπεζες και μάλιστα σε βάρος του συνόλου, ενώ λιγότερο από το 5% κατέληξαν στον προϋπολογισμό της χώρας.
Η έρευνα της Ευρωπαϊκής Σχολής Μάνατζμεντ και Τεχνολογίας (ESMT) του Βερολίνου, η οποία δημοσιεύεται στην Handelsblatt, αποδεικνύει ότι η Ευρώπη και το ΔΝΤ έσωσαν τα περασμένα χρόνια κυρίως τις τράπεζες και άλλους ιδιώτες πιστωτές.
Η σωτηρία κυρίως των ελληνικών τραπεζών αποδείχθηκε καταστροφική για τους φορολογούμενους, όπως σημειώνει η γερμανική εφημερίδα.
Τονίζεται επίσης ότι οι υπολογισμοί εγείρουν αμφιβολίες για τον σχεδιασμό των προγραμμάτων βοήθειας, αφού με τα δάνεια εξυπηρετήθηκαν χρέη, αν και η Ελλάδα είναι από το 2010 ντε φάκτο χρεοκοπημένη.
«Με τα πακέτα βοήθειας σώθηκαν κυρίως ευρωπαϊκές τράπεζες», τονίζει ο διευθυντής της ESMT, Γιοργκ Ρόχολ, που συμμετέχει και στο γνωμοδοτικό συμβούλιο του γερμανικού Υπουργείου Οικονομικών.
Ο ίδιος πρόσθεσε: «Έπρεπε βέβαια η γερμανική κυβέρνηση να είχε στηρίξει πιθανόν τις γερμανικές τράπεζες με κρατική ενίσχυση, αλλά θα είχε γίνει σαφές τουλάχιστον που πάνε τα λεφτά».
Ο διευθυντής της ESMT σημειώνει με έμφαση ότι «πολλές διαμάχες μεταξύ Βερολίνου και Αθήνας θα είχαν έτσι αποφευχθεί και το κόστος για τους Γερμανούς φορολογούμενους θα ήταν μικρότερο».[10]
Η αλήθεια και η διαστροφή της
Μια άλλη αλήθεια αναπτύσσει ο Κώστας Βεργόπουλος που σ’ αυτήν αναφερθήκαμε και το 2013, όταν συζητούσαμε πάλι για την ανάπτυξη.
Το 2005, προ κρίσης, στο έργο του «Η αρπαγή του πλούτου», έγραφε προφητικά: «Στη χώρα μας επικρατεί ένα σύστημα "άγριου πλουτισμού", που δεν βασίζεται στην αύξηση της παραγωγής, αλλά στην αρπαγή των πόρων και των εισοδημάτων, στην απομύζηση του δυναμικού ολόκληρης της κοινωνίας, μέσω προνομιακών συμβάσεων με το Δημόσιο, μέσω του δανεισμού και της καταχρέωσης των οφειλετών. Με πρόσχημα τη σύγκλιση με την Ευρώπη και τη προσαρμογή στην παγκοσμιοποίηση, εξαπολύεται ατέλειωτη επίθεση κατά του εισοδήματος, κατά του τρόπου ζωής και του πολιτισμού των εργαζομένων. Εκτρέφονται συγκροτήματα μεγάλου πλούτου, με τη συνενοχή της κρατικής εξουσίας, με παράλληλη επέκταση της φτώχειας και των αποκλεισμών. Η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη, όμως η τάξη του χρήματος αντιγράφει λατινο-αμερικανικά πρότυπα και καθηλώνει την κοινωνία σε ασιατικά. Μια "νέα δουλοπαροικία" αναδύεται στη χώρα μας: η εργασία δεν βελτιώνει τις συνθήκες ζωής του εργαζομένου, αλλά εκείνες των πιστωτών του. Αλαζονεία του πλούτου, ενοχοποίηση των θυμάτων. Μοναδική ελπίδα: εκείνη που πηγάζει από την απελπισία. Το σημερινό σύστημα δεν εξασφαλίζει την αναπαραγωγή του, δεν έχει προοπτική και φέρει ημερομηνία λήξεως».
Σήμερα σε παρέμβασή του με τίτλο «Η αλήθεια και η διαστροφή της»[11] ο ίδιος έρχεται να προσθέσει: «Επικαλούνται τις χρόνιες από το απώτερο παρελθόν παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας προκειμένου να συγκαλύπτουν τις σημερινές, από τις οποίες οι σημερινοί τιμητές παραμένουν και οι επωφελούμενοι. Ενώ παράλληλα η διεισδυτικότητα της άρχουσας ιδεολογίας οδηγεί στην αυτομαστίγωση τα εκατομμύρια των θυμάτων τους.
Με το υποκριτικό αφήγημα του υπερκαταναλωτισμού για την οκταετία που προηγήθηκε της κρίσης, ενοχοποιούνται οι εργαζόμενοι και τα νοικοκυριά και παράλληλα συγκαλύπτεται ο καθοριστικός ρόλος των τραπεζών και των διαπλεκόμενων βουλιμικών κεφαλαίων στο «μεγάλο πάρτι» που έλαβε χώρα.
Στη διάρκεια της οκταετίας 2001-2008, με την οικονομία να καταγράφει μέση ετήσια αύξηση 4,2%, οι πραγματικές αμοιβές των εργαζομένων δεν αυξήθηκαν παρά μόνον με 1,74% μέσο ετήσιο ρυθμό, ενώ τα κέρδη του κεφαλαίου εκτινάχθηκαν με μέση ετήσια προσαύξηση 8%.Κατά την αυτή περίοδο, η συνολική εθνική κατανάλωση ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν αυξήθηκε, αλλά αντίθετα συμπιέστηκε από 63% σε 60%, ενώ παράλληλα οι ξέφρενες επενδύσεις σε κεφαλαιακούς εξοπλισμούς εκτινάχθηκαν από 19,8% του ΑΕΠ το 2000 σε 26% το 2008.
Στο επίμαχο διάστημα, η Ελλάδα αναδείχτηκε πρώτη χώρα στην ευρωζώνη, όμως όχι βέβαια σε υπερκαταναλωτισμό, αλλά σε υπερεπενδύσεις και με ρυθμό 3,5 φορές ανώτερο από τον αντίστοιχο μέσο όρο των εταίρων στο ευρώ. Κατά την κρίσιμη περίοδο που προηγήθηκε της σημερινής κρίσης, η Ελλάδα δεν υπήρξε καθόλου θύμα κάποιου υποθετικού υπερκαταναλωτισμού, αλλά κυρίως θύμα μιας «άγριας, αρπακτικής και αναρχούμενης» κεφαλαιοποίησης, που στη συνέχεια βρέθηκε απρόσμενα στο κενό με το ξέσπασμα της αμερικανικής και διεθνούς κρίσης από το φθινόπωρο του 2008...
Με την κρίση από το 2008, η ευρωζώνη δεν βγαίνει ενισχυμένη, αλλά αντίθετα αποδυναμωμένη, με μειωμένη αξιοπιστία, αφού οι επενδύσεις στην περιοχή της έχουν σήμερα συνολικά μειωθεί κατά 12%.»
Τα παραπάνω θα πρέπει να μας βάζουν σε σκέψεις γιατί συνάδουν:
-
Με τις επιφυλάξεις και την απόσταση που είχε κρατήσει το ΤΕΕ/ΤΑΚ αλλά εν μέρει και το ΤΕΕ, σχετικά με τη μεγάλη ιδέα της διοργάνωσης των Ολυμπιακών αγώνων, που συνέβαλε τα μέγιστα στην υπερχρέωση της χώρας αλλά και στην αποσάρθρωση της νομοθεσίας «χάριν ευελιξίας», που ήρθε για να μείνει, να ενταθεί και να γενικευθεί σε όλους τους τομείς, με τα μνημονιακά νομοθετήματα.
-
Με τη συνέχιση της λεηλασίας της χώρας με την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων που μεταφέρει δημόσιες υποδομές ακόμα και σε τομείς που στην Ε.Ε. ανήκουν στα κράτη μέλη (αεροδρόμια – FRAPORT, ενέργεια – EDF, νερό κλπ.), αλλά και σε άλλους διεθνείς «παίκτες», ή τοποθετεί δημόσια περιουσία στο διεθνή στίβο του χρηματιστηριακού κεφαλαίου (νέο Ταμείο Αποκρατικοποίησεων, κόκκινα δάνεια κλπ.)
-
Με τις ξεχασμένες διαπιστώσεις και τα κρίσιμα ερωτήματα που τέθηκαν όταν ακόμα ως ΤΕΕ/ΤΑΚ κρίναμε το ρόλο των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης –που δεν έχουν ποτέ αποτιμηθεί συνολικά-κιενώ αυτά έχουν αναπροσανατολιστεί δραματικά από τους στόχους σύγκλισης και κοινωνικής συνοχής, σε στόχους ξέφρενης ανταγωνιστικότητας. Σήμερα έρχονται με εντυπωσιακούς παραπλανητικούς τίτλους όπως «κοινωνία της γνώσης» και «έξυπνη εξειδίκευση», με σκοπό και αποτέλεσμα να εντείνουν τις ανισότητες.
-
Με τις αιτίες που οι μηχανικοί είναι ανάμεσα στους μεγάλους χαμένους της κρίσης, που αλλάζουν επαγγελματικό προσανατολισμό, ή μεταναστεύουν μαζικά στο εξωτερικό.
Θα θέσουμε ακόμα μερικά ζητήματα, ενδεικτικά μόνο:
Πως άραγε έφτασε η Κρήτη της εξωστρέφειας, των αυξημένων τουριστικών αφίξεων, της παραθεριστικής κατοικίας, να μετατραπεί από ευημερούσα περιοχή -με κατάταξη πάνω από το μέσο όρο των ελληνικών περιφερειών- σε περιοχή που –σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ του 2012- κατατάσσεται τρίτη στην πτώση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, κατά 7,9%, αμέσως μετά από την Ήπειρο, δίπλα στη Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία, έναντι 6.3% του μέσου όρου της χώρας;[12]
Μήπως οι τομείς εξωστρέφειας, που γιαυτούς τόσο καμαρώνουμε, αλλά είναι πιο εκτεθειμένοι στον ξέφρενο ανταγωνισμό των αγορών και της χειραγώγησης από λίγους και μεγάλους «παίκτες» οδήγησαν σε αυξημένους δείκτες κρίσης;
Γιατί στο ΠΕΠ Κρήτης επισημαίνεται ότι «Η Κρήτη διαθέτει μια ικανοποιητική σύνθεση οικονομικών δραστηριοτήτων, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η ανάπτυξη στηρίχθηκε υπέρμετρα στις επενδύσεις ακινήτων.»;[13]
Στο κείμενο διαβούλευσης που είχε δημοσιοποιηθεί παλιότερα (Απρίλιος 2013) φαινόταν ότι -σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ- στις ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου 2005-2009 στην Κρήτη, το μερίδιο διαχείρισης ακίνητης περιουσίας ήταν 52%!
Γιατί στο ίδιο κείμενο επισημαίνεται ότι «Όσον αφορά τον δείκτη απασχόλησης η Κρήτη βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση από αυτή της χώρας, σε σχέση με τον εθνικό στόχο 2020» και «Υπολείπεται αυτού κατά 17,7 ποσοστιαίες μονάδες έναντι 14,7 του ΜΟ της χώρας»;[14]
Γιατί πωλούνται 750 ξενοδοχειακές μονάδες στην Κρήτη;[15] Ποιοί θα τις αγοράσουν και ποιοί θα επιδοτηθούν για να κατασκευάσουν νέες;[16]
Γιατί ενώ αυξάνεται ο αριθμός των τουριστικών αφίξεων, δεν αυξάνονται αντίστοιχα και οι εισπράξεις;[17]
Ποιός θα πληρώσει τις νέες υποδομές που θα χρειαστούν για να αυξάνονται με αέναο τρόπο τα κόστη αλλά όχι και η ωφέλεια από την «ανάπτυξη»;
Θεωρούμε ότι είναι καιρός να διοργανώσει το ΤΕΕ/ΤΑΚ ένα Συνέδριο, με σκοπό να διερευνηθούν τέτοιου είδους ερωτήματα.
[5] Ντέβιντ Χάρβεϋ, Το αίνιγμα του κεφαλαίου και οι κρίσεις του Καπιταλισμού, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 240, Αθήνα 2011
[6] Ντέβιντ Χάρβεϋ, Το αίνιγμα του κεφαλαίου και οι κρίσεις του Καπιταλισμού, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 213, Αθήνα 2011
[7] Χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα στην Ε.Ε. αποτελεί η Πορτογαλία πουλέγεται και "Lidlχώρα" αφού η γερμανική εταιρεία "Lidl" έχει 240 καταστήματα σε όλη την χώρα, αριθμό ρεκόρ παγκοσμίως σε σχέση με τον πληθυσμό της.
http://www.amak.gr/index.php/epikairotita/1254-portogalia-i-proti-germaniki-apoikia
[8] Είναι χαρακτηριστικές οι τρέχουσες κινητοποιήσεις στη Γαλλία και το Βέλγιο.
[10]http://www.amak.gr/index.php/epikairotita/1260-ta-mnimonia-esosan-tis-evropaikes-trapezes-oxi-tin-ellada
[12]http://www.kathimerini.gr/799236/article/oikonomia/ellhnikh-oikonomia/ptwsh-sto-kata-kefalhn-aep-kata-63-to-2012
[13]http://www.pepkritis.gr/wp-content/uploads/2015/06/0_Programme_Acknowledgement_2014GR.pdf , σελ. 3
[14]http://www.pepkritis.gr/wp-content/uploads/2015/06/0_Programme_Acknowledgement_2014GR.pdf , σελ 6