Η οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας στάθηκε η μεγάλη ευκαιρία να επιβληθούν στη χώρα μας όχι μόνο σκληρά μέτρα σε όλους τους τομείς της ζωής και του χώρου, αλλά και μια πιο δραστική εξάρτηση, πολιτική, οικονομική και τεχνολογική, που επιβάλλεται απροκάλυπτα από τις χώρες του βορρά στο σύνολο των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τη συγκέντρωση του ελέγχου σε κεντρικές δομές και την αποξένωση της κοινωνίας. Σε θεσμικό επίπεδο αυτό γίνεται με έκδοση Κανονισμών από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένας τέτοιος Κανονισμός είναι ο «Ευρωπαϊκός νόμος για το κλίμα».
Η διαφορά ενός Κανονισμού από μια Οδηγία είναι πολύ σημαντική γιατί ενώ «Η Οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται, όσον αφορά στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών», «Ο Κανονισμός έχει γενική ισχύ. Είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος». [1]
Βέβαια δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι οι κυβερνήσεις μας έχουν αξιοποιήσει οποιοδήποτε καθεστώς ευελιξίας πριν οι Κανονισμοί για το ενεργειακό γίνουν καθεστώς. Γιατί όταν η χώρα μας πρωταγωνιστούσε εναρμονίζοντας απαρέγκλιτα στο εθνικό δίκαιο την κάθε Οδηγία με απλή μετάφρασή της, Περιφέρειες της Ιταλίας κέρδιζαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο προσφυγές που είχαν γίνει εναντίον τους από εταιρείες, εξ αιτίας της άρνησής τους να εγκαταστήσουν αιολικά σε προστατευόμενες περιοχές. Το αποτέλεσμα ήταν να κατοχυρώσουν το δικαίωμά τους να προστατεύσουν το περιβάλλον περισσότερο απ’ ότι προβλέπεται στην Ευρωπαϊκή Οδηγία για τους οικοτόπους, αφού το Δικαστήριο έκρινε ότι υπερτερεί η προστασία της βιοποικιλότητας σε σχέση με την παραγωγή ενέργειας.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι όλο το ασφυκτικό πλαίσιο που διαμορφώθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση για το ενεργειακό, δεν διαμορφώθηκε σε εφαρμογή μιας ενιαίας ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής, γιατί κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από τη Συνθήκη Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης «ρητή αναφορά στην ενεργειακή πολιτική γίνεται για πρώτη φορά στη Συνθήκη Λειτουργίας της Λισαβόνας (2009)…» που τίθεται ως τομέας «συντρέχουσας αρμοδιότητας» με τα κράτη μέλη.[2] Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και σήμερα ισχύει «το δικαίωμα (κάθε) κράτους μέλους να καθορίζει τους όρους εκμετάλλευσης των ενεργειακών του πόρων την επιλογή του μεταξύ διαφόρων ενεργειακών πηγών και τη γενική διάρθρωση του ενεργειακού του εφοδιασμού». [3]
Στη Συνθήκη Λειτουργίας της Λισαβόνας όμως, τέθηκε συμπληρωματικά και ότι η πολιτική της Ένωσης έχει ως στόχο: α) να διασφαλίζει τη λειτουργία της αγοράς ενέργειας, β) να διασφαλίζει τον ενεργειακό εφοδιασμό της Ένωσης, γ) να προωθεί την ενεργειακή αποδοτικότητα και την εξοικονόμηση ενέργειας καθώς και την ανάπτυξη νέων και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, και δ) να προωθεί τη διασύνδεση των ενεργειακών δικτύων.
Αυτές οι αρχές αξιοποιούνται και αναφέρονται σε όλα τα κείμενα πολιτικής για την ενέργεια και στους πρόσφατους Κανονισμούς, ανεξάρτητα αν αυτό που κατά κόρον προβάλλεται είναι το κλίμα, σε τέτοιο βαθμό ώστε και ο νέος Κανονισμός να φαίνεται ότι αφορά στο κλίμα και μόνο.
Ο «νόμος» λοιπόν που κατέθεσε ως πρόταση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Μάρτιο του 2020, και έγινε γνωστός ως «Ευρωπαϊκός Νόμος για το Κλίμα», είναι ένας Κανονισμός που έρχεται σε συνέχεια της ανακοίνωσης για την «Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία», που με τη σειρά της ήρθε σε συνέχεια της ανακοίνωσης της πολιτικής «Καθαρός πλανήτης για όλους» για μια «κλιματικά ουδέτερη οικονομία».[4] Πριν από την έγκριση του Κανονισμού συντάσσονται μια σειρά από επί μέρους στρατηγικές που σχετίζονται με τις παραπάνω ανακοινώσεις, ενώ το σχέδιο του Κανονισμού περιλαμβάνει πρόβλεψη εξουσιοδότησης της Επιτροπής να εκδίδει πράξεις που θα συμπληρώνουν τον Κανονισμό, μέχρι το 2050!
Στην ανακοίνωση για την «Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία» η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απειλεί ότι θα διασφαλίσει την επιβολή της ενεργειακής πολιτικής της. Αναφέρεται ότι: «…η Επιτροπή θα συνεργαστεί με τα κράτη μέλη για να εντείνει τις ενωσιακές προσπάθειες για τη διασφάλιση της επιβολής και της αποτελεσματικής εφαρμογής της ισχύουσας νομοθεσίας και των συναφών με την Πράσινη Συμφωνία πολιτικών.».[5] Αυτό θα επιτευχθεί μέσω του νέου Κανονισμού που δεν είναι καν υποχρεωτικό να περάσει από τα Κοινοβούλια των κρατών μελών της και φυσικά με τη συνεργασία όλων των πρόθυμων πολιτικών δυνάμεων που επιζητούν «περισσότερη Ευρώπη», αποδεχόμενοι και τη διαδικασία και την ουσία αυτής της ενεργειακής πολιτικής.
Πηγή: http://www.vannasfakianaki.gr/o_evropaikos_nomos_gia_to_klima/