Όλοι έχουμε μια εικόνα του ενεργειακού σχεδιασμού της τελευταίας εικοσαετίας στην Ε.Ε. και στην Ελλάδα και τις πληγές που ανοίγει σ’ ολόκληρη τη χώρα. Οι πληγές αυτές δεν είναι μόνο στο περιβάλλον, αλλά και στην ίδια την καρδιά της παραγωγικής της βάσης. Ο σχεδιασμός έχει αφετηρία αλλά και στόχο, την απορρύθμιση - ιδιωτικοποίηση της ενέργειας αλλά και της ίδιας της έννοιας του σχεδιασμού. Έτσι «σχεδιάζουμε» να μη σχεδιάζουμε, μόνο να δημιουργούμε –μέσω του σχεδιασμού- προϋποθέσεις ελεύθερης λειτουργίας της αγοράς, επομένως και ελεύθερης χωροθέτησης των έργων της.
Οι επιπτώσεις δεν έχουν γίνει κατανοητές σε όλη τους την έκταση. Όπως δεν έχουν αξιολογηθεί και όλες οι διαστάσεις της εφαρμογής του νεοφιλελεύθερου μοντέλου της απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας, που θεωρεί ότι η ενέργεια δεν αποτελεί κοινωνικό αγαθό –αξία χρήσης-, αλλά αντικείμενο της αγοράς –αξία κέρδους-. Οι επιπτώσεις δε σχετίζονται μόνο με τον κατακερματισμό της ΔΕΗ και την ιδιωτικοποίηση μιας δημόσιας υποδομής στρατηγικού χαρακτήρα.
Ο έλεγχος των ενεργειακών πόρων, που οι λαοί της γης έχουν βιώσει με τον πιο δραματικό τρόπο στη χρήση ορυκτών καυσίμων -κυριολεκτικά με αίμα σ’ ότι αφορά στους υδρογονάνθρακες αλλά και στην πυρηνική ενέργεια-, επεκτάθηκε στις λεγόμενες Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, μέσω της «πράσινης ανάπτυξης», ενός μοντέλου που στην πραγματικότητα δεν είναι ούτε πράσινο ούτε αναπτυξιακό.
Αυτό που έφερε η «πράσινη ανάπτυξη», είναι η διάταξη κάθε είδους ενεργειακών εγκαταστάσεων που λειτουργούν συμπληρωματικά, οι λεγόμενες ΑΠΕ στα όρια τους λόγω καιρού, τα συμβατικά εργοστάσια βάσης σε λειτουργία ή σε κατάσταση ετοιμότητας για να υποστηρίζουν το όλο σύστημα κι όλα μαζί σήμερα, στα όρια της μειωμένης ζήτησης λόγω κρίσης.
Για να είμαστε ακριβείς, όλες οι εγκαταστάσεις υπολειτουργούν και παράλληλα αποζημιώνονται. Σε τέτοιες συνθήκες το κόστος της ενέργειας ανεβαίνει, πλήττοντας όλες τις παραγωγικές δραστηριότητες και τα νοικοκυριά.
Ειδικά για τις ΑΠΕ, οικονομικά πανεπιστήμια μελετούν νέα χρηματιστηριακά προϊόντα, ασφάλιστρα κινδύνου, τα λεγόμενα «παράγωγα καιρού», για να θωρακίσουν επενδύσεις του αέρα και του ήλιου, αφού δεν μπορούν να εκβιάσουν τον καιρό να φυσάει και να λιάζει τόσο, όσο να παραχθεί η απαιτούμενη κερδοφορία!
Δεν είναι ο μόνος εκβιασμός. Στην αναζήτηση τρόπων αποθήκευσης ενέργειας, επινοούνται βαριά συστήματα, ακόμα και επικίνδυνα, όπως οι ηλιοθερμικοί σταθμοί με αποθήκευση ενέργειας, που υπάγονται στην οδηγία Sevezo. Τα συστήματα αυτά έχουν κι άλλο «πλεονέκτημα», όπως άλλωστε και τα συστήματα αντλησιοταμίευσης: μαζί με την ιδιωτικοποίηση της ενέργειας συνδυάζουν και την ιδιωτικοποίηση του νερού! Το μόνο που δεν καταφέρνουν είναι να μην χρειάζονται υποστήριξη από συμβατικά εργοστάσια, τα οποία υποτίθεται στοχεύουν να υποκαταστήσουν.
Εύλογα αναρωτιέται κανείς αν εδώ και πολλά χρόνια δεν κλείνονται σε συρτάρια λύσεις που δεν παράγουν κέρδος, αλλά θα ήταν χρήσιμες για την κοινωνία.
H «Ενεργειακή Ένωση» που εύστοχα χαρακτηρίστηκε «ενεργειακό Μάαστριχτ»[1] είναι «ένα πρότζεκτ ενοποίησης των επιμέρους αγορών ενέργειας σε μια κοινή ευρωπαϊκή αγορά, με κοινό ρυθμιστικό πλαίσιο, κοινή «εξωτερική» πολιτική και κοινούς μηχανισμούς ελέγχου κι εποπτείας. Ταυτόχρονα αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες του αναπτυξιακού σχεδίου Γιούνκερ, με εκτιμώμενο προϋπολογισμό επενδύσεων σε υποδομές περί τα 2δις € κάθε χρόνο, για τα επόμενα δέκα χρόνια, πάντα με την αναλογία 1 προς 15, δηλαδή για ένα δις από δημόσια χρήματα θα εισρέουν άλλα δεκαπέντε από ιδιώτες.
Παρόλο που ως πυλώνες αυτού του σχεδίου παρουσιάζονται η ασφάλεια εφοδιασμού κι η αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών, η απο-ανθρακοποίηση των οικονομιών, η ανάπτυξη της έρευνας και της καινοτομίας κι η βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας, η αυστηροποίηση των ορίων εκπομπών κι η παγκόσμια πρωτοπορία της Ευρώπης στις ΑΠΕ κλπ, όλα εκκινούν από τους μηχανισμούς εποπτείας κι ελέγχου της αγοράς.»
Στρατηγικό βήμα για τη μετάβαση σε αυτό το μοντέλο, είναι η αναβάθμιση του ρόλου μιας ευρωπαϊκής υπερ-ΡΑΕ. Στις Ρυθμιστικές Αρχές Ενέργειας των κρατών μελών επιβάλλεται να διατηρήσουν την αυτονομία τους από τις κυβερνήσεις, ώστε να υπάγονται απευθείας σε αυτήν και όχι στις κυβερνήσεις των κρατών-μελών. Πρόκειται για την ίδια ακριβώς λογική της ΕΚΤ και των Εθνικών Τραπεζών.
Το ακραία συγκεντρωτικό αυτό σύστημα, ελεγχόμενο από τους ίδιους γνωστούς «παίχτες» που ελέγχουν διαχρονικά την ενέργεια, βασίζεται στην υλοποίηση ενός συστήματος διευρωπαϊκών δικτύων ενέργειας.
Ενός συστήματος που απλώνει πλοκάμια για να συνδέσει μέσα στη χώρα τα νησιά μας (διασύνδεση Κυκλάδων – Κρήτης – Β. Αιγαίου), και χώρες ολόκληρες, εντός και εκτός της Ε.Ε. (Κύπρος, Ισραήλ, Β. Αφρική), σ’ ένα χρηματιστήριο ενέργειας.
Είναι προφανές ότι το μοντέλο αυτό βρίσκεται στον αντίποδα των οραμάτων για αποκεντρωμένη παραγωγή ενέργειας και αποκλιμάκωση των εντάσεων από τη μονοπωλιακή χρήση των ενεργειακών πόρων.
Για το σκοπό αυτό, στη χώρα μας κτίζεται μεθοδικά εδώ και 20 χρόνια μια νομοθεσία κατάλληλη, ανάλογη αυτής για το fasttrackκαι αυτής για το ΤΑΙΠΕΔ. Γιατί πως αλλιώς να ονομάσει κανείς τη νομοθεσία που μεταφέρει ένα τεράστιο τμήμα της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας, -βουνά και αγροτική γη, αλλά και υδάτινους πόρους- στους μεγάλους ενεργειακούς ομίλους, ντόπιους και ξένους, ακόμα και σε δημόσιες εταιρείες κρατών μελών της Ε.Ε.;
Αναρωτιέται κανείς τι νόημα είχαν οι αντιστάσεις τόσων πολλών φορέων που ζητούσαν τον αποκλεισμό εγκατάστασης ΑΠΕ σε δάση και δασικές εκτάσεις το 2008 κατά τη συζήτηση του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τις ΑΠΕ και το 2010 κατά την ψήφιση του Ν. 3851/2010 (νόμου Μπιρμπίλη), όταν ήδη από το 2001 με το Ν. 2941, είχε τροποποιηθεί κατάλληλα ο δασικός νόμος έτσι ώστε, αφού τα εργοστάσια της ΔΕΗ μπορούσαν να χωροθετηθούν σε δάση και δασικές εκτάσεις, «κατ’ αναλογία» μπορούσε να χωροθετηθεί και κάθε μονάδα ιδιώτη παραγωγού ενέργειας!
Πρόκειται για το πιο σκανδαλώδες ζήτημα αντίφασης αρχών και των μεγάλων περιβαλλοντικών οργανώσεων, όπου η προτεραιότητα εγκατάστασης ΑΠΕ υπερβαίνει την ανάγκη προστασίας των δασών. Σήμερα πια κανείς απ’ όσους καταφέρονται κατά των δασοκτόνων νόμων και ζητούν την κατάργησή τους, δεν θυμάται να αναφερθεί και στο Ν. 2941/2001!
Από το 2001 λοιπόν, οι εγκρίσεις επέμβασης σε δάση και δασικές εκτάσεις ισοδυναμούν με νόμιμο τίτλο χρήσης των εκτάσεων και παραμένουν έγκυρες και ισχυρές και μετά την τυχόν δικαστική ή διοικητική αναγνώριση τρίτου προσώπου ως ιδιοκτήτη των εκτάσεων αυτών.[2]
Για την έκδοση οικοδομικών αδειών έργων ηλεκτροπαραγωγής, που αναγείρονται σε δάση ή δασικές εκτάσεις, ύστερα από έγκριση επέμβασης θεωρείται ότι υφίσταται τίτλος κυριότητας κι όλα αυτά φρόντισαν να ισχύουν και αναδρομικά για όσους είχαν ήδη αδειοδοτηθεί.[3]
Τα έργα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ χαρακτηρίστηκαν έργα δημόσιας ωφέλειας, ανεξάρτητα από το φορέα υλοποίησής τους με δυνατότητα και αναγκαστικών απαλλοτριώσεων ακινήτων.
Η νομοθεσία για τις ΑΠΕ περιλαμβάνει επίσης, τη μεγαλύτερη επιχείρηση τροποποποίησης χρήσεων γης που έχει γίνει ποτέ στη χώρα, ντυμένη με το μανδύα υποτιθέμενου χωροταξικού σχεδιασμού.
Η χρήση γης για ενεργειακά έργα, υφαρπάζει ένα πεπερασμένο πόρο –τη γη- από όλες τις παραγωγικές δραστηριότητες και τις προστατευτέες περιοχές.
Αυτό συμβαίνει, όχι μόνο επειδή για τις εγκαταστάσεις αυτές απαιτούνται τεράστιες εκτάσεις γης, αλλά και επειδή το κερδοσκοπικό ενεργειακό μοντέλο αναγορεύεται το ίδιο ως παραγωγική δραστηριότητα.
Είναι απίστευτο το πόσο μεγάλο είναι στην πραγματικότητα –όταν υλοποιείται στην πράξη- τόσο το όριο του 4-8% ανά Δήμο για τις μονάδες αιολικών όσο και το 1% της αγροτικής γης για τα φωτοβολταϊκά και πόσο ζημιώνει το τοπίο, ακόμα κι όταν υπάρχει φροντίδα γιαυτό, πράγμα σπάνιο! Ακόμα χειρότερο είναι το γεγονός ότι το ποσοστό αυτό υλοποιείται σε οποιαδήποτε θέση κριθεί κατάλληλη.
Έτσι για παράδειγμα στην Κρήτη, το συμπέρασμα σχετικής μελέτης του Πολυτεχνείου Κρήτης ήταν ότι, με εφαρμογή του Ειδικού Χωροταξικού Σχεδίου για τις ΑΠΕ, μπορούν να εγκατασταθούν αιολικά ισχύος πάνω από 15.000 MW, διπλάσιας δηλαδή ισχύος από τα 7.500 MWτης Υ.Α για ολόκληρη τη χώρα, μέχρι το 2020! [4]
Με θεώρηση των περιοχών Νατούρα ως «περιοχών αποκλεισμού», η ισχύς πέφτει στο τερατώδες νούμερο των 8.000 MW.
Αποτέλεσμα είναι ο περιορισμός του πρωτογενή τομέα, αλλά και του «άλλου μοντέλου τουρισμού», ειδικά του τουρισμού υπαίθρου, που βασίζεται στην αξία και την επισκεψιμότητα του τοπίου, ως φυσικού και πολιτιστικού στοιχείου της ταυτότητας κάθε τόπου.
Οι δυνατότητες για παραγωγική ανασυγκρότηση περιορίζονται δραματικά.
Αυτό δεν έχει σχέση μόνο με τη γη. Έχει σχέση και με τη νέα «πρόκληση» προς φιλόδοξους ή απελπισμένους παραγωγούς κάθε είδους, να γίνουν «παραγωγοί ενέργειας» και να βάλουν τις μηχανές να δουλεύουν γι αυτούς!
Με την πολιτική των εγγυημένων τιμών και την προτεραιότητα έγχυσης στα δίκτυα της παραγόμενης ενέργειας, δημιουργήθηκε μια μαζική στροφή προς τις μονάδες ΑΠΕ, αντίστοιχη μ’ αυτή των πρώτων δεκαετιών ανάπτυξης του τουρισμού, ως κύρια ή συμπληρωματική δραστηριότητα, που ανταγωνίζεται την εκτός σχεδίου δόμηση.
Τα προβλήματα επιτείνονται με την κατανάλωση και οικονομικών πόρων, που ενώ σήμερα είναι εξαιρετικά περιορισμένοι, παρέχονται σε επιδοτήσεις ενεργειακών έργων. Το ίδιο συμβαίνει με τον τραπεζικό δανεισμό.
Κι αυτό γίνεται ενώ δεν εξασφαλίζονται παρά ελάχιστες θέσεις εργασίας, αλλά και επειδή δεν συνυπολογίζονται ούτε αυτές που χάνονται, ούτε αυτές που θα μπορούσαν να εξασφαλιστούν αν οι προτεραιότητες ήταν διαφορετικές.
Στη χαρακτηριστική αυτή εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου μοντέλου ανάπτυξης της οικονομίας για την ενέργεια, τόσο η πολιτική όσο και η επιστήμη δεν λειτουργούν με βάση τη συνεκτίμηση πρωτογενών δεδομένων. Θεωρούν «αυτονόητες» κάποιες αξίες που έχουν επιβληθεί από λόμπι συμφερόντων, που αξιοποιούν επιλεκτικά επιστημονική έρευνα ή επιστημονικό διάλογο, ανεξάρτητα από το βαθμό εξέλιξης στον οποίο βρίσκονται.
Κανείς δεν αισθάνεται υποχρεωμένος να κάνει ούτε προγραμματισμό, ούτε απολογισμό, πολύ περισσότερο να ζητήσει τη γνώμη της κοινωνίας, όχι με πολωτικά διλήμματα ή προσχηματικές διαβουλεύσεις, αλλά αφού πρώτα την ενημερώσει για τις πραγματικές παραμέτρους των πολιτικών επιλογών.
Όλα αυτά είναι -υποτίθεται- πολύ «μακρινά» και πολύ «ειδικά» για να απασχολήσουν την κοινωνία. Κι αυτό μέχρι να συμβεί κάτι «τυχαίο».
Το «τυχαίο» προέκυψε στην Κρήτη περίπου το 2010 και ήταν ταυτόχρονα δύο πράγματα.
Το πρώτο ήταν οτι οι κάτοικοι κάποιων ορεινών χωριών στα Χανιά αρνήθηκαν να παραδόσουν τη γη τους σε μια εταιρεία που προχώρησε στην υλοποίηση ενός αιολικού σταθμού. Η ιστορία εξελίχθηκε σε πολλές φάσεις που συμπεριελάμβαναν υποσχέσεις, διενέξεις, παρέμβαση της αστυνομίας, διώξεις και δικαστήρια που συνεχίζονται ακόμα σήμερα.
Το δεύτερο ήταν το δέος που προκάλεσε ο χάρτης της ΡΑΕ, όταν απεικόνισε τις δύο εταιρείες που ζητούσαν να κατασκευάσουν 69 αιολικά πάρκα σε ισάριθμες βουνοκορφές με 800 ανεμογεννήτριες, πολλά χιλιομέτρα νέων δρόμων και πυλώνων στα βουνά και υποβρύχια καλώδια διασύνδεσης του δικτύου της Κρήτης με την ηπειρωτικό σύστημα. Το παζλ περιελάμβανε και άλλα έργα και συμπληρωνόταν το επόμενο διάστημα με γρήγορους ρυθμούς, για να φτάσει σε έργα ισχύος 6.500 MW![5]
Αιολικά κι άλλων εταιρειών, 18 υβριδικά από τα οποία 7 από θυγατρικές της ίδιας εταιρείας που είναι η EDF EN HELLAS S.A[6], δηλαδή η γαλλική ΔΕΗ, ηλιοθερμικά συστήματα με συνολική ισχύ που υπερβαίνει το στόχο του 2020 για ολόκληρη τη χώρα που είναι 250 MW[7] κι ένα έργο 1000 MWμε φωτοβολταϊκούς σταθμούς σε δημοτικές εκτάσεις και καλώδιο διασύνδεσης που προωθούσε η Παγκρήτια Συνεταιριστική με την υποστήριξη της Περιφέρειας Κρήτης, ήταν αρκετά για να στοιχειώσουν τα όνειρα των Κρητικών.
Έτσι δημιουργήθηκε το Παγκρήτιο Δίκτυο Αγώνα κατά των βιομηχανικών ΑΠΕ.
Ο στόχος που έβαλε ήταν να τα σταματήσει όλα αυτά και μέχρι στιγμής ανταποκρίνεται σε κάθε πρόκληση, με ενημερωτικές συγκεντρώσεις, κινητοποιήσεις και προσφυγές.
Αυτή τη στιγμή έχει να παλέψει με τα προβλεπόμενα στο Περιφερειακό χωροταξικό που είναι: 3 ενεργειακά κέντρα, 8 περιοχές εγκατάστασης αιολικών ισχύος περίπου 2000 MW, διπλή διασύνδεση με το ηπειρωτικό σύστημα, αλλά και άλλα έργα ενέργειας, όπως ο εκ νότου προερχόμενος αγωγός φυσικού αερίου και η «υποστήριξη» της δραστηριότητας εξόρυξης υδρογονανθράκων νότια και δυτικά της Κρήτης. Μια παράθεση ενεργειακών έργων χωρίς οργανική σύνδεση μεταξύ τους, έτσι όπως προγραμματίζονται από την «αγορά».
Σαν αυτό να μην έφτανε, οι δύο μεγάλες εταιρείες των αιολικών που προτίθενται να κατασκευάσουν και τις διασυνδέσεις επέστρεψαν και σε λίγες μέρες το Περιφερειακό Συμβούλιο Κρήτης θα γνωμοδοτήσει για τις μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων που υπέβαλαν.
Για ν’ αλλάξει αυτό και να ασκηθεί μια πολιτική με βάση τις κοινωνικές ανάγκες και με σύμμαχο την κοινωνία, το πρώτο βήμα είναι η επιστροφή στην κοινή λογική.
Σήμερα στην Ελλάδα η εγκατεστημένη ισχύς κάθε είδους ενεργειακών εγκαταστάσεων είναι διόμισυ φορές περισσότερη από τη μέγιστη ζήτηση και την ίδια στιγμή το πρώτο τρίμηνο του 2015 η ενέργεια που καταναλώσαμε προερχόταν κατά 24% από εισαγωγές! [8]
Στην Κρήτη η ζήτηση έχει επιστρέψει στα δεδομένα του 2006.
Ήδη με τυμπανοκρουσίες αναγγέλθηκε ότι σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το μερίδιο ενεργειακής κατανάλωσης από ΑΠΕ στην Ελλάδα το 2013 ήταν 15%, ποσοστό αντίστοιχο με το μέσο όρο στην «ΕΕ των 28».[9] Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα σε καιρό ανθρωπιστικής κρίσης, «ανταγωνίστηκε» -επιδοτώντας μονάδες ΑΠΕ- χώρες με παραδοσιακές ενεργειακές πηγές τα μεγάλα υδροηλεκτρικά, που ναι μεν δεν είναι ΑΠΕ, αλλά λογαριάζονται μαζί, μόνο ως προς το ότι δεν εκπέμπουν διοξείδιο του άνθρακα.
Υπάρχει λοιπόν ο απαιτούμενος χρόνος για να γίνει σχεδιασμός για την ενέργεια, ξεκινώντας από τη θεώρηση ότι:
Ø η ενέργεια είναι ένα κοινωνικό αγαθό που πρέπει να τεθεί στη υπηρεσία της πραγματικής οικονομίας,
Ø επιβάλλεται να τροποποιηθεί όλο το νομοθετικό πλαισίου που πλήττει την κοινωνία και το περιβάλλον και ναρκοθετεί την παραγωγική ανασυγκρότηση και να καθοριστούν οι αρχές και οι προτεραιότητες για την τομέα της ενέργειας,
Ø το μεγαλύτερο ενεργειακό κοίτασμα είναι η εξοικονόμηση ενέργειας, ένα κοίτασμα με τεράστια σημασία και πραγματικές θέσεις εργασίας, ικανό να συμβάλλει στην ανάκαμψη της οικονομίας.
Εισήγηση στον Β‘ κύκλο συζητήσεων Εργαστηρίου Αστικού Περιβάλλοντος ΕΜΠ
Μάιος – Ιούνιος 2015 / Κοινοί πόροι και χωρικός σχεδιασμός
Αθήνα 16 Ιουνίου 2015
[1] Αλέξανδρος Ζαχιώτης, Μια σημαίνουσα παρέμβαση για την «απελευθέρωση» της αγοράς ενέργειας,
[2] αρθρ. 58 του Ν.998/79, όπως τροποποιήθηκε
[3] αρθρ. 2 του Ν. 2941/2001
[4] Υ.Α. A.Y./Φ1/οικ.19598/ 1-10-2010
[5] Μέχρι το 2008, στην Κρήτη με τα τρία εργοστάσια βάσης να έχουν ισχύ 817 MW, είχαν εγκατασταθεί ΑΠΕ (αιολικά) ισχύος 92,6 MW, μετά από διαγωνισμούς. Το σύστημα της Κρήτης είχε χαρακτηριστεί κορεσμένο και εξεταζόταν η δυνατότητα[5] να εγκατασταθούν φωτοβολταϊκές μονάδες.
Σήμερα είναι εγκατεστημένες μονάδες αιολικών και φωτοβολταϊκών σταθμών, συνολικής ισχύος 264,56 MW (Ιούλιος 2014), με συμμετοχή στην ηλεκτροπαραγωγή περίπου 20%.
[6] https://sites.google.com/site/pankretiodiktyoagonakatavape/news/14415enstasestenarapoik14764130-32015kyaenkrisetesstrategikesmeletesperiballontikonepiptoseonsmpetouschedioudiacheirisestonlekanonaporroespotamontouydatikoudiamerismatoskretesyd13