Ο θάνατος δύο νέων παιδιών στη Σάμο εξαιτίας ενός παλιού σπιτιού που κατέρρευσε έπειτα από σεισμό επανέφερε με δραματικό τρόπο στη δημόσια συζήτηση την υπόθεση των εγκαταλελειμμένων κτιρίων. Πρόσφατα, τα υπουργεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού θέσπισαν μια νέα ρύθμιση, με την οποία θα εξετάζονται με «fast track» διαδικασία αιτήματα κατεδάφισης ετοιμόρροπων κτιρίων – όχι διατηρητέων. Από πολλούς επιστήμονες, όμως, εκφράζεται ανησυχία ότι η ρύθμιση αυτή μπορεί να λειτουργήσει ως «κερκόπορτα» για μαζικές κατεδαφίσεις παλαιών κτιρίων, απαλείφοντας με συνοπτικές διαδικασίες ένα κομμάτι της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και ιστορίας των πόλεων και των οικισμών μας.
Η ρύθμιση, που συμπεριελήφθη στον ν. 4787/21, προβλέπει ότι θα δημιουργηθούν ειδικές επιτροπές επικινδύνως ετοιμόρροπων, μία σε κάθε Αποκεντρωμένη Διοίκηση, οι οποίες θα αποφασίζουν για την κατεδάφιση επικίνδυνων κτιρίων που είναι προγενέστερα των 100 ετών. Οι επιτροπές είναι επταμελείς (με μέλη υπαλλήλους των δύο συναρμόδιων υπουργείων και πολιτικούς μηχανικούς και αρχιτέκτονες), θα επισκέπτονται τα κτίρια και θα αποφασίζουν εντός 15 ημερών για την κατεδάφισή τους.
Η «Κ» ζήτησε από τέσσερις ειδικούς με μεγάλη εμπειρία στη διαχείριση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς τη γνώμη τους για τη συγκεκριμένη ρύθμιση – και τι μπορεί να γίνει από εδώ και στο εξής.
Μαρία Δούση αναπλ. καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής στο ΑΠΘ): «Η κατεδάφιση ενός ετοιμόρροπου κτιρίου μεγαλύτερου των 100 ετών επιτρεπόταν και πριν από τον νόμο αυτό. Ηταν όμως μια διαδικασία που είχε ορισμένες δικλίδες ασφαλείας. Εκείνο που με σόκαρε στη ρύθμιση είναι ότι αναφέρεται στην αφαίρεση τοιχογραφιών και διακοσμητικών στοιχείων από τα προς κατεδάφιση κτίρια. Αρα, δεν αφορά μια μάντρα ή ένα χαμόσπιτο, αλλά ενδεχομένως σημαντικά κτίρια. Είναι προφανές ότι η ρύθμιση δεν έγινε για τη διάσωση ιστορικών κτιρίων, αλλά για την επιτάχυνση της κατεδάφισής τους. Και επειδή ζούμε στην Ελλάδα, ξέρουμε τη συνέχεια. Η σκεπή του κτιρίου “καταστρέφεται”, επιταχύνοντας τη φθορά του, ή το κτίριο “ξαφνικά” πιάνει φωτιά. Ο ιδιοκτήτης ενός ιστορικού κτιρίου δεν είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει τη σημασία του και συχνά οι μηχανικοί τού παρουσιάζουν την κατεδάφιση ως μόνη λύση. Το σύστημα πάσχει και χρειάζεται μια νέα στρατηγική. Να γίνει σοβαρή δουλειά στην καταγραφή των κτιρίων αυτών, από ανθρώπους που είναι εξειδικευμένοι και μπορούν να εκτιμήσουν τη σημασία του κάθε κτιρίου. Τα σημαντικά κτίρια να στηριχθούν, να αναζητηθούν οι ιδιοκτήτες τους και αν αυτοί δεν μπορούν, να αναλάβουν για λογαριασμό τους οι τοπικές αρχές. Τα μη αξιόλογα προφανώς πρέπει να μπορούν να κατεδαφιστούν άμεσα. Να μην λειτουργήσει όμως η ρύθμιση ως “παραθυράκι” για να “ξεφορτωθούν” κάποιοι κάθε παλαιό κτίριο».
Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη (ομότιμη καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής ΕΜΠ): «Εκτιμώ ότι η ρύθμιση αυτή όντως έχει μια πλευρά την οποία μπορεί κάποιος να εκμεταλλευτεί για να κατεδαφίσει και κτίρια που δεν είναι ετοιμόρροπα. Για να είμαστε ειλικρινείς, βέβαια, δεν θα είναι η πρώτη φορά. Θυμάμαι περιπτώσεις κτιρίων που έρχονταν στο Κεντρικό Συμβούλιο Νεοτέρων Μνημείων με αίτημα κατεδάφισης και όταν αυτό απορριπτόταν το κτίριο “περιέργως” έπιανε φωτιά. Αυτά συμβαίνουν όχι μόνο στους φτωχούς ανθρώπους αλλά… και στις καλές οικογένειες και σε κτίρια που ανήκουν σε ιδρύματα και οργανισμούς. Η αλήθεια είναι ότι το κράτος δεν βοήθησε ποτέ τους ιδιοκτήτες διατηρητέων ή κτιρίων σε ιστορικούς τόπους ή παραδοσιακούς οικισμούς. Η αποκατάσταση χρειάζεται χρήματα. Από την άλλη πλευρά, κατά την άποψή μου και το Συμβούλιο Νεοτέρων Μνημείων έχει κηρύξει διατηρητέα και κάποια κτίρια που δεν θα έπρεπε. Οταν λ.χ. έχεις ένα σπιτάκι στο Μεταξουργείο ανάμεσα σε πολυκατοικίες, τι νόημα έχει να το διατηρήσεις; Νομίζω ότι πρέπει να υπάρξει μεγαλύτερη προσοχή και στις κηρύξεις διατηρητέων, δίνοντας έμφαση στη διατήρηση συνόλων κτιρίων ή πολύ σημαντικών μεμονωμένων. Υπάρχουν πολλοί φορείς και εξειδικευμένοι επιστήμονες, όπως η ICOMOS, η Monumenta, η ΕΛΛΕΤ, το ΕΜΠ, το ΑΠΘ. Ας εκμεταλλευτεί η πολιτεία αυτούς και τη δουλειά που έχουν ήδη κάνει και όχι επιτροπές ανθρώπων χωρίς εξειδίκευση και εμπειρία στην προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς».
Γιάννης Κίζης (ομότιμος καθηγητής Αρχιτεκτονικής ΕΜΠ): «Η ρύθμιση αυτή έχει μια αληθινή πλευρά. Πράγματι υπάρχουν πάρα πολλά κτίρια που είναι επικίνδυνα, ακόμα και στη γειτονιά μου, την Πλάκα. Το κράτος δεν είχε την πρόνοια να δώσει οικονομική βοήθεια στους ιδιοκτήτες για να τα αποκαταστήσουν. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι περισσότεροι αδυνατούν – το χειρότερο, δε, είναι ότι πολλά από αυτά ανήκουν σε ιδρύματα. Από πού πρέπει να ξεκινήσει η πολιτεία; Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να επιλέξει τα πιο σημαντικά κτίρια και να τα απαλλοτριώσει για λόγους δημοσίου συμφέροντος, αν οι ιδιοκτήτες τους δεν θέλουν ή αδυνατούν να ασχοληθούν. Ας τα μεταβιβάσει, αφού τα αποκαταστήσει, στο ΤΑΙΠΕΔ ή σε άλλο φορέα – το ζήτημα δεν είναι να παραμείνουν κρατικά, αλλά να διασωθούν. Διατηρώ επιφυλάξεις σχετικά με το αν η ρύθμιση αυτή τελικά θα είναι αποτελεσματική. Επαφίεται στην ευαισθησία και στην αντίληψη των μελών των τοπικών επιτροπών. Θα προτιμούσα την τελική απόφαση να λαμβάνει ένας φορέας που έχει αποδεδειγμένη γνώση, όπως το Συμβούλιο Νεοτέρων Μνημείων. Οι εκπρόσωποι του ΤΕΕ στις επιτροπές αυτές μπορεί να είναι γνώστες του αντικειμένου, μπορεί όμως και όχι. Η παράκαμψη των καθ’ ύλην αρμοδίων με ανησυχεί».
Μην παραβλέπουμε τον παράγοντα Ρίχτερ
Ελένη Μαΐστρου (καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής ΕΜΠ, πρόεδρος Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς της Ελληνικής Εταιρείας): «Η δημιουργία ενός διαύλου συνεργασίας των υπουργείων Περιβάλλοντος και Πολιτισμού είναι σημαντική. Δυστυχώς, έγινε για τις κατεδαφίσεις κτιρίων. Επειδή όμως η διάταξη ψηφίστηκε, έχω να προτείνω τρία πράγματα: Κατ’ αρχήν, οι επιτροπές που θα αποφασίζουν για την τύχη ενός κτιρίου να έχουν κοινά κριτήρια και να υπάρχει ένας ανώτατος έλεγχος στις αποφάσεις τους, καθώς είναι δεδομένο ότι οι τοπικές επιτροπές, στελεχωμένες με ντόπιους μηχανικούς, θα δεχθούν πολύ ισχυρότερες πιέσεις από ό,τι ένα κεντρικό όργανο. Κατά δεύτερον, να είναι υποχρεωτικό όχι μόνο οι αρχιτέκτονες αλλά και οι πολιτικοί μηχανικοί που συμμετέχουν στις επιτροπές αυτές να είναι εξειδικευμένοι σε θέματα στερέωσης και αποκατάστασης ιστορικών κτιρίων ή να έχουν σχετικές μελέτες και εφαρμογές στο ενεργητικό τους.
Εχουμε πολύ καλούς πολιτικούς μηχανικούς στην Ελλάδα, αλλά λίγοι έχουν ασχοληθεί με θέματα τοιχοποιιών. Δυστυχώς έχουμε δει πολλές αποκαταστάσεις λίθινων κτιρίων με μπετόν, κτίρια που καταρρέουν στον πρώτο σεισμό. Κατά τρίτον, η φωτογραφική τεκμηρίωση του ίδιου του κτιρίου δεν επαρκεί. Πρέπει να φωτογραφίζεται σε σχέση και με τα γειτονικά του κτίρια, να φανεί αν ανήκει σε ένα σύνολο. Επιτέλους πρέπει να καταρτιστεί μια πολιτική ουσιαστικής στήριξης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Οι δήμοι και οι περιφέρειες διαχειρίζονται μεγάλα ποσά, από εθνικούς και κοινοτικούς πόρους, σπαταλώντας τα σε δρόμους και άπειρα μικροέργα. Κατά τη γνώμη μου, η πολιτεία πρέπει να στηρίξει την πρόταση για το πρόγραμμα “Διατηρώ”, στο πρότυπο του “Εξοικονομώ”, ώστε να δοθεί μια ουσιαστική οικονομική στήριξη. Και να εμπλακούν δήμοι και περιφέρειες στην αποκατάσταση δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων».
Πηγή: https://www.kathimerini.gr/society/561335104/tsek-ap-se-etoimorropa-ktiria-prin-apo-tin-katedafisi/?fbclid=IwAR16Ml9oCdLzon95TgmCS40DKdeiaX0hLMCcLTN1w5bkqK0lTVoBisLOKmA