Μια διδακτική ιστορία για το κέντρο της Αθήνας, της Μαρίας Μάρκου

Γράφτηκε από  Κατηγορία ΑΠΟΨΕΙΣ Σάββατο, 08 Αυγούστου 2020 14:41

Το παρακάτω κείμενο αποτέλεσε την εισήγηση της Μαρίας Μάρκου στην εκδήλωση «Μεγάλος Περίπατος: Στόχοι, επιπτώσεις και το δικαίωμα στην Αθήνα», που έγινε την Τρίτη 14 Ιουλίου στην πλατεία Αυδή στο Μεταξουργείο. Η εισήγηση βασίζεται σε παλιότερα δημοσιεύματα της εισηγήτριας στον «Δρόμο της Αριστεράς», φύλλο 330-331.

Μαρία Μάρκου, επίκουρη καθηγήτρια Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ

Ο δήμαρχος της Αθήνας ανακοίνωσε την κατεπείγουσα εφαρμογή μέτρων περιορισμού της κυκλοφορίας οχημάτων στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας, μέτρων προσωρινών και πιλοτικών και με μιαν αύρα δημιουργικού αυτοσχεδιασμού όπως μάθαμε, για να συμβάλλει στην αντιμετώπιση της πανδημίας από τον κορωνοϊό. Το θέμα ήταν να «ανακτήσει» δημόσιο χώρο διευρύνοντας πεζοδρόμια, δημιουργώντας ποδηλατοδρόμους και πεζοδρόμους και ενισχύοντας το πράσινο, ώστε να πετύχουμε την «κοινωνική αποστασιοποίηση» στον ιστορικό πυρήνα της πόλης – μιας και ο υπόλοιπος δήμος με τις αφάνταστες πυκνότητες πληθυσμού, τα ανύπαρκτα ή αδιάβατα πεζοδρόμια και το μινιμαλιστικό πράσινο δεν την έχει τόσο ανάγκη την αποστασιοποίηση.

Πιλοτική θα ήταν η παρέμβαση, για να τροφοδοτήσει την κυκλοφοριακή μελέτη που ήταν σε εξέλιξη και την πολεοδομική μελέτη που θα τη θεσμοθετήσει, μελέτες που ξεκίνησαν όσο ήμασταν όλοι σε καραντίνα και δεν είχαμε το μυαλό μας στις πρωτοβουλίες του δημάρχου. Η απόφαση είχε τις υπογραφές των υπουργών Προστασίας του Πολίτη, Υγείας, Εσωτερικών, Υποδομών και Μεταφορών, λόγω του επείγοντος της διασφάλισης της δημόσιας υγείας – με μιαν έξτρα δυνατότητα προβολής του δημάρχου. Δεν είχε την υπογραφή του υφυπουργού Περιβάλλοντος, όχι γιατί ο κ. Οικονόμου δεν θα ήταν συνεργάσιμος αλλά γιατί ο δήμαρχός μας δεν καταλαβαίνει ποια σχέση θα είχε με τον χωρικό σχεδιασμό η εφαρμογή κυκλοφοριακών ρυθμίσεων. Εξέφρασε ωστόσο τη χαρά του που αυτό το έργο βιώσιμης κινητικότητας θα του επέτρεπε να ξεκινήσει τα έργα εξωραϊσμού που είχε στο προεκλογικό του πρόγραμμα, αναβαθμίζοντας το τουριστικό προϊόν και τις αξίες γης στο κέντρο της πόλης. Ο λόγος για τον γνωστό «Μεγάλο Περίπατο» (τον πιο μεγάλο και τον πιο ωραίο του κόσμου, μας είπε με κάθε σεμνότητα) που προορίζεται να τελειώσει αυτό που είχε αφήσει εκκρεμές το Rethink Athens, δηλονότι την «Πολεοδομική Ανασυγκρότηση του Κέντρου της Αθήνας με άξονα την οδό Πανεπιστημίου».

Ξεκίνησε λοιπόν εύλογα από την Πανεπιστημίου, με τη διεύρυνση των πιο πλατιών πεζοδρομίων της Αθήνας, με ένα ποδηλατόδρομο που διατρέχει τα τουριστικά  αξιοθέατα, με ζαρντινιέρες που δεν προστατεύουν τον πεζό από τον ήλιο του κατακαλόκαιρου. Ο στόχος να καλυφθεί αμέσως μετά το εμπορικό τρίγωνο και η Πλάκα μια που δεν γίνεται ανασυγκρότηση χωρίς τουριστικό πρόσημο – και πολιτιστικό βέβαια. Αρκεί να το ξεκινήσεις, να το βλέπουν οι Αθηναίοι να γίνεται. Ο δήμαρχός μας ως  «doer» αυτοπροσδιορίζεται, λίγα να λέει και πολλά να κάνει. Δεν χρειάζεται να μας ανακοινώσει το ακριβές σχέδιο που θα απασχολήσει τους ειδικούς όταν έρθει η ώρα, ούτε το σύνολο, τους στόχους και τις επιπτώσεις των μέτρων που θα λάβει – αυτονόητο ότι είναι στη σωστή κατεύθυνση. Κυρίως, δεν χρειάζεται να κάνει διάλογο για όλα αυτά. Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, η δημοκρατία είναι φτώχεια και η δημόσια υγεία είναι περίφημο πρόσχημα για να παρακάμψεις τη δημοκρατία.

Προφανώς υπήρξαν κριτικές τοποθετήσεις απέναντι στην πρωτοβουλία του δημάρχου μας, όπως ανάφεραν διεξοδικά οι προηγούμενοι ομιλητές. Όχι μόνο για τις αδεξιότητες στις κυκλοφοριακές ρυθμίσεις και για το γλέντι με τις αναθέσεις χάριν του κατεπείγοντος, αλλά για τον λόγο ότι οι κυκλοφοριακές ρυθμίσεις εκτός από την ατμοσφαιρική ρύπανση επηρεάζουν και τις χρήσεις και τις λειτουργίες της πόλης. Μας λένε ποιος, πότε και για ποιον λόγο θα έρχεται στο κέντρο της, κι αυτό δεν είναι μόνο κάτι που πρέπει να μελετηθεί σοβαρά και μακροπρόθεσμα αλλά και κάτι που αφορά το σύνολο του πληθυσμού και πρέπει να τον εκφράζει, κάτι που αφορά τις γενιές που θα ‘ρθουν και τα δικαιώματα που θα ‘χουν σ’ αυτή την πόλη.

Υπήρξαν και ενθουσιώδεις τοποθετήσεις. Να που επιτέλους γίνεται πραγματικότητα η βιώσιμη κινητικότητα στην Αθήνα. Να που επιτέλους μπαίνουν σε εφαρμογή τόσες ωραίες ιδέες που υπάρχουν για να γίνει η πόλη μας μια «πραγματική» ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, ιδέες λίγο – πολύ εγκεκριμένες, ενταγμένες στο νέο ρυθμιστικό της Αθήνας, συμβατές με (τι λέω επιβεβλημένες από) ευρωπαϊκές κατευθύνσεις πολιτικής.

Κάτι ξεχνάνε αυτές οι τοποθετήσεις. Ότι πρόκειται για αποσπασματικές ρυθμίσεις και παρεμβάσεις που λανσαρίστηκαν σε διαφορετικές συγκυρίες από την εποχή που, στην ευφορία της ολυμπιακής προετοιμασίας, μπήκε το ερώτημα με ποιο τρόπο η Αθήνα θα γίνει «ανταγωνιστική» πόλη, διεκδικώντας ένα καλύτερο μερίδιο της παγκόσμιας τουριστικής αγοράς. Ιδέες που ξεσήκωσαν συζητήσεις και αντιπαραθέσεις.

Στο μεταξύ, το κέντρο της πόλης απογυμνώθηκε προγραμματισμένα πρώτα από τις παραγωγικές δραστηριότητες, μετά από πολλές κεντρικές λειτουργίες ακόμα και από κορυφαίους πολιτιστικούς θεσμούς, αποδιοργανώθηκε και ερήμωσε από την οικονομική κρίση, στις παρυφές του νέοι πόλοι αναψυχής απώθησαν την κατοικία, στην περίμετρό του εγκαταστάθηκε η φτώχεια, η ανεργία, το στεγαστικό και το δημογραφικό πρόβλημα.

Αυτό δεν εμπόδισε τις αρχές της πόλης να επανέρχονται διαρκώς σε έργα  «ανάδειξης» του «πολιτιστικού πλούτου της πόλης», σε πολιτικές για το νοικοκύρεμα χώρων και ανθρώπων, σταθερά προσανατολισμένες στην αναβάθμιση του τουριστικού της προϊόντος, με την υπόθεση ότι έτσι θα εξασφάλιζαν τη διάχυση της ανάπτυξης στον ευρύτερο χώρο – με άλλα λόγια την ανάπτυξη της αγοράς ακινήτων και την προσέλκυση επενδυτών και επιχειρήσεων.

Αντί για τη διάχυση είδαμε βέβαια την τουριστική δραστηριότητα να συγκεντρώνεται, τις δραστηριότητες αναψυχής να την πλαισιώνουν παρασιτώντας πάνω σε μια ολοένα συρρικνούμενη παραγωγική δομή, είδαμε το Airbnb να απωθεί ακόμα περισσότερο την κατοικία. Είδαμε τον ΣΕΤΕ και τα ιδιωτικά φιλανθρωπικά ιδρύματα να αναδεικνύονται σε κεντρικούς εταίρους του χωρικού σχεδιασμού, υποδεικνύοντας τις πολιτικές που είναι αναγκαίες για την «ενεργοποίηση» της πόλης. Είδαμε την αγορά ακινήτων να αναδιατάσσεται παρακολουθώντας τις πολιτικές (ή και μόνο τη ρητορική) του εξευγενισμού, νέα επιχειρηματικά σχήματα να μπαίνουν στο παιχνίδι, παγκοσμιοποιημένα, χρηματιστικοποιημένα, βουλιμικά για «μεταρρυθμίσεις» και δημόσιες επιχορηγήσεις.

Όλες αυτές οι ωραίες ιδέες δεν συνθέτουν ένα πολεοδομικό σχέδιο που οργανώνει την αναγκαία και εφικτή σχέση ανάμεσα την κυκλοφορία και τις χρήσεις γης, τις τεχνικές και τις κοινωνικές υποδομές, την απασχόληση και την κατοικία, τις διαφορετικές ανάγκες, επιθυμίες και επιλογές που προκύπτουν από τη συνύπαρξη, τη δράση και τον τρόπο ζωής διαφορετικών κοινωνικών ομάδων στον πληθυσμό και στους επισκέπτες του κέντρου της πόλης. Δεν προκύπτουν από συναίνεση πάνω στο είδος των προβλημάτων και των τάσεων που παρουσιάζει η πόλη. Δεν συναιρούνται σε μια πολιτική για τον μητροπολιτικό ρόλο του Δήμου Αθηναίων, για την προσβασιμότητα και τη συλλειτουργία του με τις άλλες περιοχές της πόλης.

Ένα τέτοιο πολεοδομικό σχέδιο δεν θα ήταν υπόθεση των καλών μελετητών, των εμπνευσμένων αρχιτεκτόνων, των δημιουργικών τεχνοκρατών που περιβάλλουν τη δημοτική αρχή. Δεν θα είχε να κάνει με τις συνταγές που διακινούνται από λομπίστικα δίκτυα της ΕΕ μετατρέποντας τις κοινωνικές ανάγκες και δυνατότητες σε αγορές. Δεν θα ήταν μόνο ολιστικό, διεπιστημονικό, αντικείμενο έρευνας κι όχι διαχείρισης στερεοτύπων, αλλά θα ήταν ουσιωδώς αντικείμενο διαλόγου, θα έθετε σε κριτική και τον προσδιορισμό του προβλήματος και τις προτάσεις για την αντιμετώπισή του. Ένα τέτοιο πολεοδομικό σχέδιο δεν θα αφορούσε έναν χώρο αλλά ένα πληθυσμό που ζει και που δικαιούται να διαχειρίζεται αυτόν τον χώρο με δικαιοσύνη και ισοτιμία.

Ο χωρικός σχεδιασμός χρειάζεται δημοκρατία για να μη ναυαγήσει παρασέρνοντας στον βυθό την πόλη και την κοινωνία της. Ο σχεδιασμός των ειδικών και των φωτισμένων (των δημιουργικών ομάδων της πόλης όπως το έλεγε ο προηγούμενος δήμαρχος ο «συμμετοχικός» κ. Καμίνης), ο σχεδιασμός των έτοιμων λύσεων, των καλών για την ανατολή όπως τις έβλεπε η αποικιοκρατία, των λύσεων που «εφαρμόζονται σ’ όλες τις ευρωπαϊκές πόλεις» όπως μας τις σερβίρουν σήμερα οι τεχνοκράτες των πολλαπλών αναθέσεων, δεν μπορεί παρά να είναι μερικός, δεν μπορεί παρά να είναι μεροληπτικός, δεν μπορεί παρά να είναι κατά παραγγελία. Γι αυτόν τον σχεδιασμό η δημοκρατία είναι ενόχληση, η συνταγματική τάξη είναι «κώλυμα» και ο δημόσιος διάλογος χάσιμο χρόνου.

Αυτός ο σχεδιασμός γνωρίζει εκ των προτέρων τι είναι καλό για τον χώρο της πόλης, το έχει ήδη αναγνωρίσει στην παγκοσμιοποιημένη αγορά του τουρισμού, των ακινήτων, των μεταφορών, της χειραγώγησης της κοινής γνώμης, το έχει ήδη διαπραγματευτεί με όσους θα επωφεληθούν από τις παρεμβάσεις που προτείνει. Δεν χρειάζεται να το διαπραγματευτεί και με τους ανθρώπους που δεν ταυτίζουν τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους με αυτές των επενδυτών. Αυτός ο σχεδιασμός αντίθετα πρέπει να γίνεται στο σκοτάδι, στον κλειστό κύκλο των ιδιωτών χορηγών, των επιλεγμένων ειδικών, των πολιτικών και των προνομιακών κοινωνικών εταίρων όπως ο ΣΕΤΕ και ο ΣΕΒ. Πρέπει να υλοποιείται στα γρήγορα με προνομιακούς όρους και με δημόσιο χρήμα.

Όλες οι ωραίες ιδέες που υποτίθεται ότι υλοποιούν τα οράματα του Αντώνη Τρίτση και της Μελίνας Μεκούρη (ποιοι είμαστε εμείς που θα τα αμφισβητήσουμε;) προβλέπονται από το νέο Ρυθμιστικό της Αθήνας. Αυτό που ψηφίστηκε (με διαδικασίες επείγοντος πάντα) το 2014, τη χρονιά της πιο βαθιάς κρίσης και με φρέσκια τη μνημονιακή μεταρρύθμιση του χωρικού σχεδιασμού που αποθεώνει τις fast track διαδικασίες, τον κατά παραγγελία σχεδιασμό και την απορρύθμιση των χρήσεων γης. Αυτό που φρόντισε να συμπεριλάβει χωρίς διαβούλευση όλες τις  μεγάλες εργολαβίες και τα έργα εξωραϊσμού που ήταν τότε στο τραπέζι, ώστε να τους δώσει το άλλοθι του υπερκείμενου σχεδιασμού και να τα διασώσει από προσφυγές στο ΣτΕ. Θα θυμάστε ασφαλώς το Ελληνικό, το γήπεδο της ΑΕΚ, τις αλυκές Αναβύσσου, την πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου, την ανάδειξη της Συγγρού σε αναπτυξιακό άξονα (άξονα πολιτισμού που συστεγάζει τους μεγάλους χορηγούς). Κάποιες περιέλαβε και το ΣΟΑΠ, σαν αντίβαρο στην παρακμή των γειτονιών της φτώχειας και της μετανάστευσης. Γιατί να μην τις περιλάβει και ένα Ειδικό Πολεοδομικό Σχέδιο, φτιαγμένο όχι για να ολοκληρώνει αλλά για να παρακάμπτει και να επιμερίζει τον ευρύτερο σχεδιασμό – πάντα με κατεπείγουσες διαδικασίες (το fast track ως τρόπος πολιτικής σκέψης) – φτιαγμένο όχι για να μελετά ρυθμίσεις, να τις συσχετίζει, να εξετάζει εναλλακτικές και να τις βάζει σε συζήτηση, αλλά για να περιλάβει ρυθμίσεις αυτονόητα καλές και ήδη υλοποιημένες ως προσωρινές με το πρόσχημα της υγειονομικής κρίσης.

Αυτό νομίζω τα λέει όλα. Ό,τι είναι πιο πολύτιμο κι ό,τι είναι πιο ευάλωτο στη ζωή μας δεν είναι παρά πρόσχημα για την εκδίπλωση του κερδοσκοπικού παιχνιδιού στο οικονομικό και στο πολιτικό πεδίο. Κι αν το καταλάβαμε αυτό στη διάρκεια της υγειονομικής όπως και της οικονομικής κρίσης…

Οι γνωστές μίζερες αρνήσεις των αριστερών απέναντι σε ότι είναι ζωντανό και μοντέρνο. Δεν είναι προφανές ότι το κέντρο μιας πόλης δημιουργεί προσόδους, συγκεντρώνοντας στην πιο υψηλή πυκνότητα το συμβολικό της κεφάλαιο, εξασφαλίζοντας τη μέγιστη ορατότητα στις δραστηριότητες, προσελκύοντας κατοίκους, εργαζόμενους και επισκέπτες; Γιατί είναι κακό να προσβλέπουν οι επενδυτές σε κέρδος, αν είναι να δημιουργήσουν έτσι απασχόληση κι από πάνω να μας εξασφαλίσουν μια καλύτερη ποιότητα περιβάλλοντος; Ποιος δεν θέλει μια καθαρή, πράσινη πόλη με φροντισμένα κτίρια και δημόσιους χώρους (να μην ξεχνάμε και τους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής);

Η απάντηση θα ήταν, υποθέτω, ότι η ποιότητα ζωής θα έπρεπε να σχεδιάζεται ανεξάρτητα από τα επιχειρηματικά σχέδια έτσι ώστε να απευθύνεται σε (και να αντλεί από) πολλές και διαφορετικές δραστηριότητες και περιοχές της πόλης και ομάδες πληθυσμού. Όχι μόνο τον μεσοαστό οικογενειάρχη στην κυριακάτικη βόλτα του, ή τον δημιουργικό κοσμοπολίτη με την καλή φυσική κατάσταση και το έντονο sex apeal, ή τον αργόσχολο καταναλωτή και τον διψασμένο για εμπειρία τουρίστα. Η αναβάθμιση της ποιότητας ζωής θα έπρεπε να προϋποθέτει τη μέριμνα για κοινωνική και χωρική δικαιοσύνη και να είναι μεροληπτική γι αυτούς που την χρειάζονται περισσότερο κι όχι γι αυτούς που έχουν μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη.

Το πρόβλημα με τις ωραίες ιδέες για την Αθήνα που δεν έπαψαν να μπαίνουν στο τραπέζι μέχρι να μας επιβληθούν σαν αυτονόητες είναι ότι εκπορεύονται από τα κερδοσκοπικά συμφέροντα που εμφανίζονται σαν συμφέροντα όλων μας και δεν είναι. Γνωρίζουμε πια (και όχι μόνο από τη θεωρία) ότι η τουριστικοποίηση αλλάζει χωρίς επιστροφή την παραγωγική δομή της πόλης, απαξιώνει τις κοινωνικές της υποδομές, απομακρύνει την κατοικία ειδικά των λιγότερο ευνοημένων κοινωνικών κατηγοριών. Η άνοδος των αξιών γης ευνοεί μόνο τη μεγάλη επιχειρηματικότητα και τη συγκεντρωμένη ιδιοκτησία. Η θεαματικοποιημένη ποιότητα ζωής προϋποθέτει την επιτήρηση και επιβάλλει τον κοινωνικό αποκλεισμό, όχι μόνο γιατί απωθεί τη φτώχεια στην περιφέρεια της πόλης αλλά και γιατί της αφαιρεί τον λόγο. Φτιάχνει μια εικόνα ευημερίας στην οποία ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους, την καθημερινότητά τους, τα στοιχήματα της ζωής τους, μια εικόνα της πόλης που πρέπει να την πληρώσουν ακριβά και να την οικειοποιηθούν μόνο αν υποδυθούν αυτό που ποτέ δεν θα είναι: από τη μεριά που κερδίζει στον κοινωνικό ανταγωνισμό.

Το πρόβλημα δεν είναι στη βιώσιμη κινητικότητα, στην ασφάλεια, στο πράσινο, στο νοικοκύρεμα του δημόσιου χώρου, αλλά στο ότι όλα αυτά γίνονται αυτόνομες αγορές και εργολαβίες με τις δικές τους τελικότητες αν δεν τα εξετάσουμε σε σχέση με το δικαίωμα που έχουν και που διεκδικούν στην πόλη πολλοί και διαφορετικοί άνθρωποι, δικαίωμα που είναι συνεχώς σε διακινδύνευση και δεν μπορεί να το αγνοεί ο χωρικός σχεδιασμός. Με το πρόσχημα της κοινής ωφέλειας, όλα αυτά μπορεί να υπηρετήσουν και να νομιμοποιήσουν επιχειρηματικές επιλογές.

Το πώς γίνεται αυτό στην πράξη κι όχι στη θεωρία θα ήθελα να σας το δείξω με μια διδακτική ιστορία για την οποία δεν έχει γίνει πολύς λόγος και έχει να κάνει με το Rethink Athens, την επιχείρηση που ο δήμαρχός μας θέλει ανάμεσα στ’ άλλα να ολοκληρώσει. Η ιστορία έχει κάπως έτσι:

Ενώ γραφόταν το πρώτο μνημόνιο, είχαμε μια νέα υπουργό ΠΕΚΑ με περιβαλλοντικές ευαισθησίες, που αγαπούσε το ποδήλατο και τα γυμναστήρια, όπως όλη εκείνη η παρέα που για κακή μας τύχη ήξερε ακριβώς την έννοια της φράσης «έχουμε ακόμα λίπος να κάψουμε». Ποιος θα ήταν καταλληλότερος να «ξανασκεφτεί» την πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου με τους όρους της μεγάλης ιδέας, όπως το είχε κάνει ο Αντώνης Τρίτσης ελπίζοντας να εξαλείψει το «ανατολίτικο παζάρι» μαζί με τις φοιτητικές ταραχές στον χώρο των Προπυλαίων;

Έργο «βιώσιμης κινητικότητας και πρασίνου» που θα έκανε, επιτέλους, την Αθήνα ευρωπαϊκή πόλη, σαν αυτές που απώθησαν στα προάστιά τους τη συμφορά της παγκοσμιοποίησης για να κάνουν το ιστορικό τους κέντρο πόλο επιχειρηματικότητας και πολυτελών υπηρεσιών. Αλλά προπάντων έργο πολιτισμού οραματικό, που θα πρόσθετε στο αρχαιολατρικό brand της πόλης μια καλή δόση revisited νεοκλασικισμού και «κοινωνικής συνοχής» για την προσέλκυση επισκεπτών και επιχειρήσεων.

Με νωπό τον ολυμπιακό οίστρο για το ωραίο, το μεγάλο και το αληθινό, με έτοιμους τους μηχανισμούς για ιδιωτικοποιήσεις, για ΣΔΙΤ και για fast-track στρατηγικές αρπαχτής, η Αθήνα θα κυνηγούσε το όνειρο της ανταγωνιστικότητας, ποντάροντας στην «επιστροφή στο ιστορικό κέντρο», με μοχλό τη «βαριά βιομηχανία» του τουρισμού. Το κέντρο της πόλης ήθελε όμως δημόσιο χρήμα για το περιβάλλον, τον πολιτισμό και την ασφάλεια (μ’ όλο τον «μη υγιή πληθυσμό» και τις διαμαρτυρίες που το υποβαθμίζουν), ήθελε εργολαβίες με «πνεύμα καινοτομίας». Έτσι λανσαρίστηκε, το 2010, η επιχείρηση για την «Πολεοδομική Ανασυγκρότηση του Κέντρου της Αθήνας με άξονα την οδό Πανεπιστημίου».

Την άνοιξη του 2011, ενώ η πόλη πνιγόταν στα δακρυγόνα, «κλήθηκε» το Κοινωφελές Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης (ΚΙΑΣΩ) να συνδράμει την επιχείρηση χορηγώντας ευγενικά, με δικές του απευθείας αναθέσεις, τις μελέτες για τον σχετικό διεθνή διαγωνισμό. Χρειάστηκε ειδική, για την περίπτωση, νομοθετική πρόβλεψη, αλλά ο χορηγός αγκάλιασε την επιχείρηση αναλαμβάνοντας, πέρα από τις μελέτες, μια επικοινωνιακή καταιγίδα για να «ξανασκεφτούμε» τα προβλήματα και το μέλλον της Αθήνας, με επιστημονικές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις και «δράσεις», με βομβαρδισμό των Μέσων Ενημέρωσης (από τα κυρίαρχα μέχρι τα εναλλακτικά) και με τον ακροβολισμό των ανθρώπων του από το αυτοδιοικητικό μέχρι το κυβερνητικό επίπεδο διοίκησης. Μαζί με μια νέα μεγάλη ιδέα είχε γεννηθεί κι ένας νέος «εταίρος του σχεδιασμού» που δεν έπαψε, έκτοτε, να διεκδικεί ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο στην επεξεργασία πολιτικών για την Αθήνα. Πολύ σύντομα θα ερχόταν κι ένας δεύτερος.

Η παρουσίαση του έργου Rethink Athens και η προκήρυξη του διαγωνισμού έγινε το Μάρτη του 2012, σε ανοιχτή εκδήλωση στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, υπό την αιγίδα του ΚΙΑΣΩ που, αμέσως μετά, υπόγραψε σύμφωνο συνεργασίας με τα συναρμόδια υπουργεία και τους αυτοδιοικητικούς φορείς. Η Διεθνής Ένωση Αρχιτεκτόνων (UIA) αρνήθηκε να συμμετάσχει στο διαγωνισμό που έκρινε παράτυπο αφού «συνιστάται όλες οι παρεμβάσεις σε σημαντικούς και ιστορικούς αστικούς δημόσιους χώρους να έχουν υποβληθεί σε δημόσια διαβούλευση και (σε διαγωνιστικές διαδικασίες που) υπόκεινται στους κανονισμούς της UIA-UNESCO». Αλλά ο «διεθνής» αρχιτεκτονικός διαγωνισμός μετονομάστηκε απλώς σε «ευρωπαϊκό» και, στις 27 Φεβρουαρίου 2013, έγινε (πάλι στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών) η διακομματική φιέστα για την έκθεση των προτάσεων και την ανακοίνωση του νικητή. Ένα χρόνο μετά, εκτέθηκαν στο κοινό (σημαδιακά αυτή τη φορά, στη Στοά Αρσακείου στην Πανεπιστημίου) και οι οριστικές μελέτες με βάση το πρώτο βραβείο, τις οποίες στήριξε πάλι ο χορηγός και ενέκρινε ο υπουργός με τους «περιβαλλοντικούς όρους» του έργου.

Είχε μόλις υιοθετηθεί από την υπουργό Τουρισμού η στρατηγική για τον τουρισμό που είχε επεξεργαστεί η διεθνής εταιρία αναπτυξιακών συμβούλων McKinsey. Σύμφωνα με αυτή τη στρατηγική, έπρεπε να στηριχτούν νέα τουριστικά προϊόντα όπως το city break και η κρουαζιέρα. Αλλά αυτό απαιτούσε με τη σειρά του να δημιουργηθούν, στην Αθήνα και τις άλλες μεγάλες πόλεις, ελκυστικές και πράσινες διαδρομές για τουριστικά λεωφορεία και εναλλακτικά μέσα μετακίνησης ανάμεσα στα σημαντικότερα αξιοθέατά τους. Διαδρομές διάρκειας μιάμιση ώρας που θα έπρεπε οι αρχές της πόλης να συντηρούν, να επιτηρούν και να αναβαθμίζουν οργανώνοντας μάλιστα κατά μήκος τους διάφορα events προσεκτικά κατανεμημένα μέσα στον χρόνο για να τα λάβουν υπ’ όψη τα τουριστικά πακέτα. Αν αυτό σας θυμίζει μια διαδρομή από το λιμάνι της κρουαζιέρας, στον πολιτιστικό άξονα της Συγγρού, στους κεντρικούς αρχαιολογικούς χώρους, στην Πανεπιστημίου και στο Αρχαιολογικό Μουσείο, δεν είναι γιατί είστε ιδιαίτερα καχύποπτοι, αλλά γιατί έτσι σχεδιάζεται η «ποιότητα ζωής», ο πολιτισμός και η προστασία του περιβάλλοντος.

Παράλληλα με την έκθεση των μελετών (18 Νοεμβρίου 2013-28 Φεβρουαρίου 2014), το ΚΙΑΣΩ οργάνωσε κι ένα «διεθνές» εργαστήριο ιδεών, το «Reactivate Athens 101 ιδέες» που αγκάλιασε ο δήμαρχος της Αθήνας και που θα συγκροτούσε «ένα νέο στρατηγικό όραμα» για την επαν-ενεργοποίηση του κέντρου της, με βάση το Rethink. Τη διεύθυνση του εργαστηρίου είχε ο Alfredo Brillembourg, αρχιτέκτονας με πανεπιστημιακή έδρα χορηγούμενη από το ΚΙΑΣΩ στην Ελβετία, εξειδικευμένος στο να συνεφέρνει τις νοσούσες μητροπόλεις του παγκόσμιου νότου με έξυπνες και φτηνές ιδέες. Ο αθεόφοβος έφτασε να εισηγείται μέχρι και να εγκαταστήσουμε μακίλλες στα εγκαταλειμμένα κτίρια του ιστορικού κέντρου για να δουλέψουν οι μετανάστες αφού «έτσι αναπτύσσεται το Μεξικό», για να μην αναφερθώ στην πρότασή του να αντικαταστήσουμε τα ονόματα των δρόμων με ονόματα λουλουδιών μήπως και ξαναερωτευτούμε την πόλη μας. Τούτο το πανηγύρι συμμετοχικότητας και δημιουργικότητας, μετά από τον δέοντα σαματά στα free press, έκλεισε μέσα στη γενική ανυποληψία, με ένα τεύχος προτάσεων που κανείς δεν είδε και, το κυριότερο, χωρίς ο καθηγητής να κερδίσει κάποια εργολαβία.

Το δίλημμα ανάμεσα σε μια «πράσινη και πεζοδρομημένη» ή μια ασφαλτοστρωμένη και μποτιλιαρισμένη Πανεπιστημίου έμοιαζε με κείνο ανάμεσα στο «να είστε πλούσιος και υγιής ή πτωχός και ασθενής». Η απάντησή του ήταν προφανής, αλλά η βιαιότητα της οικονομικής κρίσης δεν μας άφησε να το εμπεδώσουμε.

Υπήρχαν και κάτι μίζεροι αριστεροί που γκρίνιαζαν για το ρεβανσισμό, τον ολοκληρωτισμό και τον τυχοδιωκτισμό των πακέτων «αστικής αναγέννησης» που οι developers εφαρμόζουν οπουδήποτε στον κόσμο ο όλεθρος των πολλών προσφέρει προνομιούχα οικόπεδα και δημόσιο χρήμα στους λίγους. Αμφισβητούσαν την κυκλοφοριακή λύση, την κατασταλτική λειτουργία, την προτεραιότητα του έργου έναντι πολιτικών για την κοινωνική προστασία και την απασχόληση. Άφηναν κι αιχμές για συμφέροντα που, όσο μιλούσαμε για την ποιότητα ζωής, «αναβάθμιζαν» τα τραπεζικά ακίνητα στην Πανεπιστημίου.

Υπήρχαν και πολεοδόμοι και αρχιτέκτονες που αμφισβητούσαν τις διαδικασίες. Πενήντα τέσσερις από αυτούς κατάθεσαν κιόλας, τον Απρίλη του 2014, προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας για την έγκριση του έργου πριν από τη μελέτη περιβαλλοντικών και κυκλοφοριακών επιπτώσεων. Προσφυγή που έγινε δεκτή τον Ιούνη του 2015, βάζοντας τέλος στην επιχείρηση Rethink μια και ήδη από το Νοέμβρη του 2014, η Κομισιόν είχε ζητήσει την απένταξή της από τα προγράμματα χρηματοδότησης ως «διακοσμητικό έργο» σε περίοδο έλλειψης πόρων. Ακόμα θρηνούν στα Μέσα για τη χαμένη ευκαιρία της πόλης. Δεν μας αφήνουν να προκόψουμε σ’ αυτό τον τόπο. Αθηναίοι, ακόμα μια προσπάθεια να γίνουμε Ευρωπαίοι.

Η προσπάθεια άφησε όμως παρακαταθήκες με την εδραίωση ενός τύπου σχεδιασμού του δημόσιου χώρου, στον οποίο έχουν την πρωτοβουλία τα ποικίλα ιδιωτικά ιδρύματα, δίκτυα συμφερόντων και ομάδες δημιουργικής έμπνευσης, που διεκδικούν προνομιακή πρόσβαση στους θεσμούς και μονοπωλούν το δημόσιο λόγο, ορίζοντας τι είναι προφανές, τι αναγκαίο και τι προτεραιότητα για την πόλη. Με τα δικά τους μέτρα. Την Ιστορία, έλεγε ο Γκράμσι, δεν την κινεί μόνο η αναγκαιότητα αλλά και η ιδιοτέλεια.

Μια από τις παρακαταθήκες αυτές έχει να κάνει με την ιστορία που ξεκίνησα να σας λέω, με μια δραστηριότητα του ΚΙΑΣΩ που έμεινε σχετικά αφανής μέσα στο επικοινωνιακό πανηγύρι και δείχνει τη φρικαλέα πίσω πλευρά των πράσινων οραμάτων που τη λένε κερδοσκοπία. Πρόκειται για την επεξεργασία μιας πολιτικής για τη διαχείριση ακινήτων σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, η οποία γινόταν παράλληλα με τις αρχιτεκτονικές μελέτες. Δεν ευοδώθηκε νομοθετικά ούτε αυτή η επεξεργασία – κάτι θα θυμάστε. Παραδόξως, όμως, φαίνεται να εκκρεμεί σ’ όλα τα πολεοδομικά σχέδια που έχει έκτοτε επεξεργαστεί ο Δήμος Αθήνας.

Στις 18 Νοέμβρη 2013, ενώ αναμενόταν το αποτέλεσμα του πολύκροτου διαγωνισμού για την ανάπλαση της Πανεπιστημίου, ο πρόεδρος του Ιδρύματος Ωνάση ανάγγειλε, μαζί με το «Reactivate Athens-101 Ideas», την απόφαση του Ιδρύματος «να προχωρήσει στην εκπόνηση ερευνητικού προγράμματος, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας (…) με στόχο τη διαμόρφωση πρότασης για (μέτρα) στην ευρύτερη περιοχή του κέντρου (σχετικά με την) επανάχρηση και αποκατάσταση του κτηριακού αποθέματος και την προσέλκυση κατοίκων και επιχειρήσεων για την αναζωογόνηση της ζωής της πόλης». Πρωτοβουλία, όπως είπε, «πρωτοφανής για την Αθήνα».

Το ερευνητικό έργο με τίτλο «Διερεύνηση και Πρόταση Θεσμοθέτησης Μηχανισμών και Κινήτρων για την Αναβάθμιση του Κτιριακού Αποθέματος στην Ευρύτερη Περιοχή Ανάπλασης της οδού Πανεπιστημίου» ξεκίνησε με την υπογραφή δύο συμφώνων συνεργασίας ανάμεσα στο Ίδρυμα Ωνάση και τα συναρμόδια υπουργεία. Ένα τον Απρίλη του 2013, μαζί με την ανακήρυξη του νικητή στον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό και ένα άλλο τον Ιανουάριο του 2014, μαζί με την παράδοση του Σχεδίου Ολοκληρωμένης Αστικής Παρέμβασης για το ευρύτερο κέντρο του Δήμου της Αθήνας. Οι ερευνητές είχαν παραδώσει στο Δήμο Αθήνας, από τον Απρίλη του 2014, «εμπιστευτικό» τεύχος με τα συμπεράσματά τους σε ότι αφορά τη νομική διερεύνηση για «παρεμβάσεις στο κτιριακό απόθεμα και τα διατηρητέα», συμπεράσματα που το ΣΟΑΠ υιοθέτησε. Ας δούμε για ποια συμπεράσματα πρόκειται.

Το τεύχος της έρευνας αναφέρει πρώτα απ’ όλα τη γνωστή παραδοχή της Επιτροπής της Βουλής σχετικά με τα προβλήματα του Ιστορικού Κέντρου της Αθήνας (2010): «Η υποβάθμιση των κέντρων των πόλεων έχει πολλαπλές επιπτώσεις στην οικονομική και κοινωνική ζωή των κατοίκων, στο περιβάλλον και την ποιότητα ζωής. Σύμφυτη είναι η απομάκρυνση επιχειρήσεων, η εγκατάλειψη χώρων και κτιρίων, η δημιουργία γκέτο εθνολογικού, κοινωνικού ή θρησκευτικού χαρακτήρα, η περιθωριοποίηση και η αύξηση της εγκληματικότητας, η πτώση των αξιών των ακινήτων.» Κρίνει λοιπόν αναγκαία (για την αναζωογόνηση της πόλης) την επισκευή, επανάχρηση ή αντικατάσταση των υποβαθμισμένων ακινήτων.

Εδώ μπαίνει το πρόβλημα του κατακερματισμού της ιδιοκτησίας. Τι γίνεται αν οι ιδιοκτήτες αγνοούνται, αδρανούν, δεν συμφωνούν μεταξύ τους ή απλώς αρνούνται να συμμετάσχουν στην αναβάθμιση; Η ερευνητική ομάδα προτείνει μια διαδικασία αναγκαστικής ανάληψης της διαχείρισης ή κυριότητας κτιρίων από τον Δήμο (για κοινωφελείς σκοπούς) αλλά κυρίως από ιδιώτες (μεσίτες, αναπτυξιακές εταιρείες και funds) που, με την ανάπλαση των κτιρίων θα τα κάνουν πιο ελκυστικά για επενδύσεις, συμβάλλοντας, μαζί με την εικόνα της πόλης, στην ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας.

Εδώ μπαίνει κι άλλο πρόβλημα – η συνταγματική εγγύηση της ιδιοκτησίας. Πώς η δημόσια αρχή θα συνδυάσει την απαλλοτρίωση (που προϋποθέτει λόγο δημόσιας ωφέλειας) με την εκχώρηση των προβληματικών αλλά επιθυμητών ακινήτων σε ιδιώτες; Η έρευνα υποστηρίζει ότι το συνταγματικό κώλυμα αίρεται δεδομένου ότι οι πολεοδομικές αναπλάσεις υλοποιούν «το δικαίωμα στο περιβάλλον, την υγεία, την ασφάλεια, την ανάπτυξη, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την οικονομική ελευθερία», επομένως, συνιστούν λόγο δημόσιας ωφέλειας για την αναγκαστική δέσμευση ή εκχώρηση της ιδιοκτησίας (της μικρής μιλάμε, όχι της μεγάλης και υγιούς). Αρκεί λοιπόν οι επιχειρήσεις ανάπλασης να προβλέπουν τέτοιες διαδικασίες – ταχύρρυθμες δεσμεύσεις ακινήτων αλλά και κίνητρα, διευκολύνσεις και χρηματοδοτήσεις – που θα ενθαρρύνουν τους σοβαρούς επενδυτές να επιλέξουν και να σχεδιάσουν την αξιοποίηση ακινήτων σε μια ζώνη ανάπλασης, αποθαρρύνοντας και τους μη συνεργάσιμους μικροϊδιοκτήτες. Έτσι θα απορροφηθούν και ευρωπαϊκοί πόροι.

Όπως διηγείται σε εφημερίδα ο τότε Υπουργός Περιβάλλοντος Γιάννης Μανιάτης, «Τον Ιούλιο 2014, ο Γ. Καμίνης (είχε) ήδη προχωρήσει σε μια πρώτη καταγραφή των περίπου 1800 εγκαταλελειμμένων κτιρίων του κέντρου της Αθήνας και στη διαμόρφωση ενός αρχικού θεσμικού πλαισίου για τη νομική και χρηματοοικονομική διάσταση του προβλήματος (…) Διαμορφώσαμε λοιπόν τον οδικό χάρτη για την εκπόνηση επιχειρησιακού σχεδίου αντιμετώπισης των εγκαταλειμμένων, ετοιμόρροπων και επικίνδυνων για την υγεία κτιρίων με συνεργασία ανάμεσα στο ΥΠΕΚΑ και το Δήμο Αθηναίων: Πρώτα η δρομολόγηση πιλοτικού προγράμματος αξιοποίησης ή «απόσυρσης» των κτιρίων (…) χρηματοδοτούμενου από το ΕΣΠΑ, από το Jessica και πιθανά από το πακέτο Juncker, ύστερα η νομοθετική κατοχύρωση των μέτρων, ώστε να αρθούν τα εμπόδια και να προωθηθεί με ταχύτητα (η αξιοποίηση)».

Πράγματι, τον Δεκέμβρη του 2014, ο Υπουργός κατάθεσε σχετικό νομοσχέδιο (Ρυθμίσεις για εγκαταλειμμένα, κενά και αγνώστων ιδιοκτητών κτίρια, διαδικασίες παρέμβασης σε επιλεγόμενες περιοχές), που ορίζει την έννοια του εγκαταλειμμένου με τον πιο ευρύ τρόπο (ακόμα και για την ελλιπή του συντήρηση) και υιοθετεί το νομολογιακό σκεπτικό που εισηγείται (όπως είδαμε παραπάνω) το ερευνητικό έργο. Υιοθετεί επίσης τις προτάσεις του ερευνητικού έργου για fast track και αναγκαστικές διαδικασίες εκχώρησης των εγκαταλειμμένων ακινήτων στο δημόσιο και σε εταιρείες. Αυτές θα έχουν την πρωτοβουλία στην επιλογή των κτιρίων και στον τρόπο αξιοποίησης, όπως και στον προσδιορισμό του τιμήματος που θα αποδίδεται στους ιδιοκτήτες. Αρκεί αυτό να γίνεται στο πλαίσιο πολεοδομικών επιχειρήσεων που θα τους παρέχουν ειδικά κίνητρα από εθνικούς, ευρωπαϊκούς και ιδιωτικούς πόρους.

Το νομοσχέδιο, όπως μπορείτε να καταλάβετε, ξεσήκωσε θύελλα ακόμα και στον φιλοκυβερνητικό τύπο. Χάθηκε άλλωστε άδοξα στην κυβερνητική αλλαγή. Ο κ. Καμίνης όπως και ο κ. Μανιάτης εξακολουθούν να μιλούν και γι αυτή τη χαμένη ευκαιρία. Το εγκεκριμένο ΣΟΑΠ ακόμα ζητά μια ανάλογη νομοθετική ρύθμιση, ως προϋπόθεση πλήθους «δράσεων» για την ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή. Το ζήτημα των «εγκαταλειμμένων» βρίσκεται σε όλα τα σχέδια πολιτικής που εκπονούνται ή αναγγέλλονται έκτοτε για την Αθήνα και, βέβαια, βρίσκεται ξανά και ξανά στον έντυπο και τον ψηφιακό τύπο μαζί με τους εισηγητές του. Συζητιέται στα συνέδρια των εκπροσώπων του real estate. Ο Δήμαρχος της Αθήνας το επανέφερε εξάλλου ήδη δυο φορές σε συζήτηση με τη διοίκηση. Την Άνοιξη του 2016 εισηγήθηκε στο ΥΠΕΝ την επανεξέταση των προτάσεων του ερευνητικού έργου, με πρόσχημα την προσφυγική κρίση (η εκχώρηση ακινήτων σε ιδιώτες θα συνέβαλλε στη φιλοξενία προσφύγων). Η απόρριψη της πρότασης δεν τον εμπόδισε να το εισηγηθεί εκ νέου, το 2019, ενώ ήταν σε συζήτηση η αναθεώρηση του νομοθετικού πλαισίου των αστικών αναπλάσεων. Πάντα με την υπόκρουση των μέσων ενημέρωσης που θρηνούν για την υποβάθμιση, τον κίνδυνο της δημόσιας υγείας και ασφάλειας που αντιπροσωπεύουν τα «εγκαταλειμμένα» (ο όρος καθιερώθηκε και θα τον ξαναβούμε μπροστά μας), πάντα με την συναίνεση ειδικών της πολιτιστικής κληρονομιάς. Για καλή μας τύχη δεν επέβαλλαν τη ρύθμιση οι «θεσμοί» – ίσως δεν είχαν ενημερωθεί για το πόσο μεταρρυθμιστική είναι.

Αν επιμένω στις λεπτομέρειες είναι για να σας δείξω τι είναι και πόσο επίμονο είναι το lobbying, πόσο καλά ξέρουν τα συμφέροντα του real estate να οργανώνουν και να αναδιατάσσουν τις στρατηγικές τους. Η ουσία λοιπόν της πολύχρονης συζήτησης για το αν μια πεζοδρόμηση θα αναβάθμιζε το περιβάλλον ή θα βοηθούσε μια πόλη που πλήττεται από την κρίση είναι αυτή: Από πίσω γινόταν εκτίμηση ακινήτων στην περιοχή. Δεν ξέρω αν κάποια από αυτά τα ακίνητα είχαν ονοματεπώνυμο. Σίγουρα πολλά αναπλάστηκαν κι άλλα άλλαξαν χέρια. Και πάντως είναι στ’ αλήθεια «πρωτοφανές για την Αθήνα» ότι ένα ιδιωτικό ίδρυμα ανέλαβε πανηγυρικά να εξασφαλίσει σ’ όλα τα επίπεδα της κρατικής μηχανής την τεχνογνωσία και την επικοινωνιακή νομιμοποίηση μιας ανατροπής του εμπράγματου και του πολεοδομικού δικαίου της χώρας σε ολιγοπωλιακή κατεύθυνση.

Οι φιέστες του Ιδρύματος ήταν για όλους εμάς. Η πολιτική ηγεσία και οι σύμβουλοί της ήξεραν τι στ’ αλήθεια παίζεται. Ήξεραν πως, όταν μιλάμε για κρίση στην πόλη, μιλάμε και για ευκαιρίες επιχειρηματικότητας που απαιτούν τέτοιες ανατροπές. Μιλάμε για τον λάθος πληθυσμό που κατοικεί στον λάθος τόπο, εμποδίζοντας τις επιχειρήσεις να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες κέρδους που θα τους πρόσφερε η πόλη με άλλο πληθυσμό που με άλλους τρόπους κατοικεί, δουλεύει, ζει και εκφράζεται. Τα πολεοδομικά της σχέδια ακόμα κανοναρχούν την ανακατάληψη της πόλης, την πάταξη της «λαθρομετανάστευσης», της παραοικονομίας, της εγκληματικότητας (οι φτωχοί δεν έχουν αλλά μας δημιουργούν προβλήματα), της πολιτικής διαμαρτυρίας, της μικροϊδιοκτησίας (οι φτωχοί δεν είναι καλοί επενδυτές) και της λαϊκής στέγης (οι φτωχοί δεν είναι νοικοκύρηδες). Όλα αυτά είναι προϋποθέσεις για μια ποιότητα περιβάλλοντος κατάλληλη για τον επιθυμητό πληθυσμό (υγιή, νεανικό, πολιτισμένο, καινοτόμο και νόμιμο όσο και η επιχειρηματικότητά του). Αυτή την ποιότητα θα μας δώσουν οι επιχειρήσεις αξιοποιώντας σωστά τον πλούτο της πόλης (που δεν τον παρήγαν αυτές), με πολύ και σίγουρο κέρδος, με δημόσιο χρήμα και νομικά προνόμια. Μόνο έτσι θα επιλέξουν από αυτόν τον πλούτο ότι είναι «αποδοτικό» και θα το πάρουν φτηνά, με νόμιμη βία.

Η ιστορία μου δεν μιλά, όπως βλέπετε, για παράνομες δραστηριότητες αλλά για πολιτικές που δεν έχουν και δεν πρέπει να έχουν νομιμοποίηση. Ούτε πρόκειται για παλιά ιστορία. Είναι το αδυσώπητο εδώ και τώρα μιας αγοράς που υπαγορεύει τους κανόνες δικαίου και τον ορισμό της ποιότητας ζωής σ’ όλο τον κόσμο. Είναι το δικό μας εδώ και τώρα και πιστεύω ότι ο Δήμος Αθήνας δεν πειραματίζεται με τις προεκλογικές του εξαγγελίες και τις πιλοτικές του ρυθμίσεις. Συνεχίζει ένα παιχνίδι από καιρό στημένο, όπως και όλοι εμείς πρέπει να συνεχίσουμε να του ζητούμε τον λόγο γι’ αυτό. Δεν φτάνει που ο χωρικός σχεδιασμός επικαλείται την κοινή ωφέλεια. Πρέπει να συνεχίσουμε να αναρωτιόμαστε ποιο νόημα έχει η κοινή ωφέλεια για τον καθένα και την καθεμιά μας.

Πηγή: https://akea2011.com/2020/07/27/didaktikiistoria/?fbclid=IwAR1F-n9lHXWGtUtvU9psMGvbgwSyQIZa4xjI1US6AqWKjQjz-Ko42Gu3ge0

Διαβάστηκε 1241 φορές