ώς γίνεται οι προσπάθειες αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης να συγκρούονται με την καταστροφή της βιοποικιλότητας; Σε αυτό το καίριο ερώτημα –οξύμωρο μα τόσο πραγματικό– θα κληθούν να απαντήσουν ο ΟΗΕ, τα κράτη, οι επιχειρήσεις και οι περιβαλλοντικές οργανώσεις.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Associated Press, η Διεθνής Αρχή των Θαλάσσιων Βυθών του ΟΗΕ σχεδιάζει την επανενεργοποίηση της διαβούλευσης για την υιοθέτηση και εφαρμογή κανονισμών της εξόρυξης βαθέων υδάτων. Πού θα βοηθήσει, όμως, αυτή η πρακτική;
Με τη ραγδαία αύξηση των πωλήσεων ηλεκτρικών αυτοκινήτων, τον σχεδιασμό απαγόρευσης κατασκευής αυτοκινήτων εσωτερικής καύσης εντός δεκαετίας, την αντικατάσταση των σταθμών ηλεκτροπαραγωγής με ορυκτά καύσιμα από ανεμογεννήτριες και ηλιακά πάνελ, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας, σύμφωνα με τον Economist, υπολογίζει να παραγάγει μέσα σε μια πενταετία όση ενέργεια είχε παραγάγει από ανανεώσιμες πηγές την τελευταία εικοσαετία.
Οι θησαυροί του πυθμένα
Πολυμεταλλικό οζίδιο με δόντι καρχαρία από 5.000 μέτρα βάθος Ειρηνικού ωκεανού. (©Shutterstock)
Και τι υπάρχει στον βυθό της θάλασσας που είναι τόσο χρήσιμο; Η απάντηση είναι όλα τα μέταλλα που χρειάζονται για την κατασκευή κάθε είδους μπαταρίας – λίθιο, κοβάλτιο, νικέλιο, μαγγάνιο, μεταξύ άλλων. Η μετάβαση στην πράσινη και καθαρή ενέργεια απαιτεί επιπλέον εξορύξεις και, αφού, εξ όσων συνάγεται, τα απαραίτητα στοιχεία βρίσκονται σε έλλειψη στο έδαφος της Γης, τώρα πρέπει να βρεθούν στον βυθό της θάλασσας.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ της Deutsche Welle, στον πυθμένα υπάρχουν 270 εκατ. τόνοι νικελίου, 230 εκατ. τόνοι χαλκού και 50 εκατ. τόνοι κοβαλτίου. Τα πολυμεταλλικά οζίδια του βυθού χρειάζονται αρκετό οξυγόνο για να μεγαλώσουν, καθώς και σταθερή ροή αρκτικού βαθέος ύδατος. Η δημιουργία τους, παρότι παρουσιάζεται ως περίπλοκη, μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: δημιουργούνται, κατ’ αρχάς, από θραύσματα οστράκων ή, για παράδειγμα, από δόντια καρχαριών. Μέσα σε εκατομμύρια χρόνια, μεταλλικά στοιχεία, που διαλύονται από το θαλασσινό νερό, συσσωρεύονται γύρω από τα πρωταρχικά στοιχεία και μεγαλώνουν περίπου ένα εκατοστό ανά κάποια εκατομμύρια χρόνια, ώσπου φτάνουν στο μέγεθος μιας πατάτας.
Αυτά τα οζίδια, για τα πλάσματα που δεν μπορούν εύκολα να κολυμπήσουν σε τέτοια βάθη, είναι νησίδες για να εγκατασταθούν και να επιβιώσουν, καθώς, όπως γράφουν οι New York Times, ο λασπωμένος βυθός της θάλασσας είναι πολύ μαλακός για τέτοια χρήση. Ηδη, πάντως, από τη δεκαετία του ’70, λένε οι επιστήμονες, η αγορά είχε ενδιαφερθεί για τα μέταλλα του βυθού.
Τι μας λείπει από τη Γη;
Τι βρίσκεται, όμως, σε έλλειψη στο υπέδαφος της Γης και θέλουμε να στραφούμε στον βυθό της θαλάσσης; Οι λέξεις-κλειδιά εδώ είναι «νικέλιο, κοβάλτιο, χαλκός», βασικές «ύλες» για την κατασκευή μπαταριών λιθίου. Η έλλειψή τους, σύμφωνα με ορισμένα στοιχεία, αναμένεται να κορυφωθεί έως το 2025, καθώς αυξάνεται, μεταξύ πολλών άλλων, η ζήτηση για περισσότερη ηλεκτροκίνηση, παρότι επιστήμονες λένε στην «Κ» ότι οι εν λόγω μπαταρίες είναι μία παλαιά τεχνολογία που σύντομα θα αντικατασταθεί – και, άρα, αδίκως αναζητούμε αυτά μέταλλα στο έδαφος και στον βυθό.
Παρά ταύτα, η αγορά, σύμφωνα με ρεπορτάζ της «Κ» και της Χρύσας Λιάγγου, στρέφεται και στις λεγόμενες «σπάνιες γαίες». Πρόκειται για μια ομάδα 17 μεταλλικών στοιχείων (λανθάνιο, νεοδύμιο, δυσπρόσιο, όλμιο, πρασεοδύμιο, μεταξύ άλλων) και, παρότι αποκαλούνται «σπάνιες γαίες», είναι άφθονες στον πλανήτη.
Οι ελλείψεις σε βασικά μέταλλα αναγκαία για τις μπαταρίες παντός είδους θα αρχίσουν, λένε οι ειδικοί, να γίνονται αισθητές έως το 2025.
«Η σπανιότητά τους αναφέρεται κυρίως στη δυσκολία εξόρυξης και επεξεργασίας τους, αφού δεν βρίσκονται σε συγκεντρώσεις αρκετά υψηλές για να υπάρξει οικονομική εκμετάλλευση. Στην Ελλάδα, σπάνιες γαίες, και μάλιστα σε υψηλή περιεκτικότητα, ανιχνεύονται στο παράκτιο και υποθαλάσσιο περιβάλλον μεταξύ Χαλκιδικής και Αλεξανδρούπολης, κυρίως στις εκβολές των ποταμών Στρυμόνα, Νέστου και Εβρου, στους Λατερίτες της Λοκρίδας και στο Βροντερό Φλώρινας, στους Βωξίτες της Ζώνης Παρνασσού-Γκιώνας, στα αλκαλικά μαγματικά πετρώματα στον Φανό της Σαμοθράκης και στους Φωσφορίτες στη Δυτική Ελλάδα», όπως αναφέρει το ρεπορτάζ.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, πάντως, οι εξορύξεις βαθέων υδάτων γίνονται 4-6 χιλιόμετρα από την επιφάνεια της θάλασσας και διακρίνονται σε τρεις τύπους: αφαίρεση πολυμεταλλικών οζιδίων πλούσιων σε κοιτάσματα από τον πυθμένα του ωκεανού· εξόρυξη τεράστιων κοιτασμάτων θείου από τον πυθμένα της θάλασσας· απογύμνωση κοβαλτίου από τους βράχους, όπως λέει το Associated Press.
Η τεχνολογία και τα «καμπανάκια»
Ερευνητικό μηχάνημα καναδικής εταιρείας για εξορύξεις βαθεών υδάτων. (©Business Wire/AP)
Οπως λέει το δημοσίευμα, η τεχνολογία που χρησιμοποιείται για την εξόρυξη βαθέων υδάτων εξελίσσεται διαρκώς. Η εξόρυξη γίνεται με τεραστίου μεγέθους αντλίες, με τεχνητή νοημοσύνη που διδάσκει στα ρομπότ πώς να αποσπούν πολυμεταλλικά οζίδια, ενώ κατασκευάζονται και προηγμένα μηχανήματα που θα μπορούσαν να εξορύξουν στοιχεία από τους υποβρύχιους βράχους και ηφαίστεια. Πάντως, μέχρι στιγμής, όλες οι μέθοδοι είναι σε πειραματικό στάδιο, καθώς ένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η επιστημονική κοινότητα –προσώρας τουλάχιστον– είναι τεράστια πίεση σε βάθος 4-6 χιλιομέτρων.
Σύμφωνα με ανάλυση του Planet Tracker, «η εξόρυξη ορυκτών ζωτικής σημασίας για την ενεργειακή μετάβαση στη Γη επηρεάζει τη βιοποικιλότητα σε 1-10 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα. Η εξόρυξη βαθέων υδάτων θα προκαλούσε επιπτώσεις σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα. Υπολογίζουμε ότι η συνολική βιόσφαιρα που επηρεάζεται από την εξόρυξη οζιδίων σε αβυσσαλέες “πεδιάδες” μόνο στα διεθνή ύδατα θα είναι έως και 25-75 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα, περισσότερο από τον όγκο όλου του γλυκού νερού στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων του πάγου και του χιονιού. Ο κίνδυνος μεγάλης κλίμακας περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την εξόρυξη βαθέων υδάτων οφείλεται σε συνδυασμό της τεράστιας χωρικής κλίμακας της εξορυκτικής δραστηριότητας και της εξάπλωσης του θορύβου και των ιζημάτων που σχετίζονται με την εξόρυξη».
Η WWF, επίσης, εδώ και χρόνια, όπως μας ενημερώνει το ελληνικό σκέλος της οργάνωσης, προωθεί μορατόριουμ στις εξορύξεις βαθέων υδάτων και έχει ήδη προετοιμαστεί για την επικείμενη, το πρώτο δεκαήμερο του Ιουλίου, συνάντηση του συμβουλίου της Διεθνούς Αρχής των Θαλάσσιων Βυθών, η οποία αναμένεται να ξαναφέρει στο τραπέζι τους κανονισμούς που πρέπει να τεθούν – κατά έναν τρόπο, δέχεται ευθέως ότι η διαβούλευση πρέπει να ανοίξει το δίχως άλλο. Η ζήτηση (μπαταριών) είναι μεγάλη και η επίγεια προσφορά (μεταλλικών στοιχείων) μικρή.
Δεν χρειάζεται να σαρώσουμε τον ωκεανό για να απελευθερωθούμε από τον άνθρακα. Αντίθετα, θα πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας στην καινοτομία και στην αναζήτηση προϊόντων και διαδικασιών που απαιτούν λιγότερους πόρους.
«Τα λύματα, τα ιζήματα και τα υπολείμματα μετάλλων που απορρίπτονται από τα πλοία, κατά τη διάρκεια της εξόρυξης θα μπορούσαν να ρέουν εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τις τοποθεσίες εξόρυξης. Αυτά θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα ωκεάνια οικοσυστήματα σε διάφορα βάθη, ενώ ο θόρυβος και η φωτορύπανση θα μπορούσαν να διαταράξουν σοβαρά είδη, όπως οι φάλαινες και άλλα ζώα που καταδύονται ή κατοικούν βαθιά, που χρησιμοποιούν θόρυβο, ηχοεντοπισμό ή βιοφωταύγεια για να επικοινωνήσουν, να βρουν θήραμα και/ή να ξεφύγουν από τα αρπακτικά», λέει η οργάνωση.
«Η βιομηχανία θέλει να πιστεύουμε ότι η εξόρυξη στα βάθη της θάλασσας είναι απαραίτητη για την κάλυψη της ζήτησης για ορυκτά που χρησιμοποιούνται στις μπαταρίες των ηλεκτρικών οχημάτων και στα ηλεκτρονικά εξαρτήματα. Αλλά δεν είναι έτσι», λέει η Τζέσικα Μπατλ, επικεφαλής της Πρωτοβουλίας Μη Εξόρυξης Βαθέων Υδάτων της WWF. «Δεν χρειάζεται να σαρώσουμε τον ωκεανό για να απελευθερωθούμε από τον άνθρακα. Αντίθετα, θα πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας στην καινοτομία και στην αναζήτηση προϊόντων και διαδικασιών που απαιτούν λιγότερους πόρους. Καλούμε τους επενδυτές να αναζητήσουν καινοτόμες λύσεις και να δημιουργήσουν μια πραγματική κυκλική οικονομία που μειώνει την ανάγκη εξαγωγής πεπερασμένων πόρων από τη Γη».
Μάλιστα, η ίδια οργάνωση προβάλλει την εξόρυξη ως απολύτως μη αναγκαία, καθώς η κυκλική οικονομία αποτελεί ενδεδειγμένη λύση για τη μετάβαση στο 100% της καθαρής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.
Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις, πάντως, στηρίζουν την καταρχήν επιχειρηματολογία τους στην έλλειψη ικανού αριθμού ερευνητικών δεδομένων για τη ζημιά που ενδέχεται να προκαλέσει στη βιοποικιλότητα και εν γένει στο θαλάσσιο οικοσύστημα η εξόρυξη βαθέων υδάτων.
Στο ίδιο πλαίσιο, η ζημιά στο θαλάσσιο οικοσύστημα του βυθού, όπως την έχει παρουσιάσει η Deutsche Welle μέσω των ειδικών που συμβουλεύτηκε, αφήνει ήδη το στίγμα της ακόμα και στο στάδιο των ερευνών. Κάτι που ήδη έχει προκαλέσει συναγερμό στις περιβαλλοντικές οργανώσεις και τους επιστήμονες, καθώς η ίδια η εξόρυξη, όπως λένε, όχι μόνο προκαλεί καταστροφή στη βιοποικιλότητα, αλλά η αποκατάστασή της θα χρειαστεί πολλές δεκαετίες, αν όχι αιώνες – και αυτό, στο καλύτερο σενάριο.
«Κινδυνεύουμε να καταστρέψουμε κάτι που δεν γνωρίζουμε»
©AP Photo/Sam McNeil
Η υδροβιολόγος Αναστασία Μήλιου, διευθύντρια Ερευνας του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Προστασίας «Αρχιπέλαγος», μιλώντας στην «Κ», επισημαίνει ότι «οι εξορύξεις στα βαθιά νερά δεν μπορούν να συνάδουν σε καμία περίπτωση με την αειφόρο ανάπτυξη. Είναι πλέον ευρέως παραδεκτό ότι γνωρίζουμε τόσο λίγα για τα ιδιαίτερα ευάλωτα είδη και τα οικοσυστήματα που υπάρχουν στα βαθιά νερά, αλλά και τις λεγόμενες “υπηρεσίες οικοσυστήματος”, που αυτά προσφέρουν στον άνθρωπο και τον πλανήτη. Το σίγουρο είναι ότι δεδομένου του ιδιαίτερα αργού ρυθμού ανάκαμψης των επηρεαζόμενων οικοσυστημάτων, οι καταστροφές που αναμένεται να προκληθούν πιθανότατα να είναι μη-αναστρέψιμες, ανάλογα βέβαια και με την κλίμακα των εξορυκτικών διαδικασιών».
Να μετακυλιστούν τα χρήματα των επενδύσεων σε εξορύξεις βαθέων υδάτων σε άλλες λύσεις.
«Σε μία εποχή λοιπόν όπου ο πλανήτης αλλάζει ραγδαία και εμείς όλοι έχουμε μόλις ξεκινήσει να βιώνουμε τις σοβαρές επιπτώσεις αυτών των αλλαγών, είναι αυτονόητο ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να προκαλούμε συνειδητά επιπλέον καταστροφές, και μάλιστα όταν αυτό γίνεται με την προκάλυψη ότι όλες αυτές οι διαδικασίες στοχεύουν στην προστασία του περιβάλλοντος. Μία σκέψη είναι να μετακυλιστούν τα χρήματα των επενδύσεων σε εξορύξεις βαθέων υδάτων σε άλλες λύσεις – η τεχνολογία της καθαρής ενέργειας έχει προχωρήσει τόσο, που μπορεί να δώσει αποτελέσματα χωρίς επέμβαση στον θαλάσσιο βυθό», συμπληρώνει η Αναστασία Μηλιού.
«Χρειάζεται να αλλάξουμε ρότα», επισημαίνει η συνομιλήτριά μας. «Να ξεπεράσουμε όσα έχουμε μέχρι τώρα συνηθίσει, όπως οι εύκολες λύσεις που θα έχουν οπωσδήποτε επιπτώσεις και σε αυτή τη γενιά και στις επερχόμενες».
Επιχειρήματα υπέρ της εξόρυξης βαθέων υδάτων
Τα επιχειρήματα όσων στηρίζουν την πρακτική, σύμφωνα με το Reuters, ισχυρίζονται ότι η αποκατάσταση του οικοσυστήματος των βαθέων υδάτων, όπως η εγκατάσταση τεχνητών οζιδίων αργίλου για την αντικατάσταση αυτών που χάθηκαν, θα μπορούσε να μετριάσει αυτές τις επιπτώσεις. Ωστόσο, αυτό θα κόστιζε μεταξύ 5,3-5,7 εκατ. δολαρίων ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, σε σύγκριση με την τιμή 2,7 εκατ. δολαρίων ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο για την εξόρυξή τους, σύμφωνα με την έκθεση.
Ταυτόχρονα, σύμφωνα με ρεπορτάζ των New York Times, «οι εταιρείες εξόρυξης περιγράφουν τα οζίδια ως “μπαταρία σε πέτρωμα” επειδή περιέχουν τα απαραίτητα μέταλλα για την οικονομία καθαρής ενέργειας που εξαρτάται από μπαταρίες και ηλεκτρικά οχήματα».
Οι υποστηρικτές της εξόρυξης βαθέων υδάτων θεωρούν ότι οι επιπτώσεις στον πυθμένα θα είναι λιγότερο σοβαρές από τις εξορύξεις στο υπέδαφος της Γης.
Επιπλέον, οι υποστηρικτές της εξόρυξης βαθέων υδάτων θεωρούν ότι οι επιπτώσεις στον πυθμένα θα είναι λιγότερο σοβαρές από τις εξορύξεις στο υπέδαφος της Γης, καθώς δεν θα σημειωθεί, όπως λένε, καταστροφή δασών ή δημιουργία τοξικών αποβλήτων. Επίσης, δεν θα υπάρξει εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας, όπως έχουμε ήδη δει να συμβαίνει σε παρόμοιου είδους ορυχεία, κυρίως σε χώρες της Αφρικής, αλλά και ούτε τοξικά νέφη.
«Το μέλλον είναι το υδρογόνο»
Τα αντεπιχειρήματα των περιβαλλοντολόγων, που θεωρούν ότι εν γένει δεν είναι βιώσιμη η εξόρυξη βαθέων υδάτων, είναι η επαναχρησιμοποίηση των μεταλλικών υλικών των μπαταριών και άλλων ηλεκτρονικών κατασκευών, αλλά και η χρονικά μεγαλύτερη χρήση των συσκευών που έχουμε ήδη αποκτήσει.
Εξάλλου, όπως λέει στην «Κ» ο Θοδωρής Τσιμπίδης, διευθυντής του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Προστασίας «Αρχιπέλαγος», «οι μπαταρίες λιθίου που χρησιμοποιούμε τώρα είναι πολύ παλαιά τεχνολογία και σύντομα θα αντικατασταθεί. Στο μεταξύ, θα καταστρέψουμε τον πλανήτη γι’ αυτό το μεσοδιάστημα έως τις νέες τεχνολογίες που θα εμφανιστούν σε 5-10 χρόνια. Το μέλλον είναι το υδρογόνο. Χρειάζεται να επιλυθούν ορισμένα ζητήματα ασφαλείας, αλλά αυτό είναι το μέλλον».
Σε κάθε περίπτωση, η διαβούλευση της Διεθνούς Αρχής των Θαλάσσιων Βυθών του ΟΗΕ θα προκαλέσει μύρια όσα εκατέρωθεν επιχειρήματα και σίγουρα η δημόσια συζήτηση θα φέρει στην επιφάνεια τις αντιφατικές απαιτήσεις μεταξύ αναγκών, προσφοράς και ζήτησης – κι όλα αυτά, όπως όλοι ελπίζουν, με επίκεντρο την επιβίωση του ανθρώπου και του περιβάλλοντός του.
Πηγή: https://www.kathimerini.gr/world/562506307/giati-i-prasini-energeia-apeilei-ton-thalassio-vytho/