Κόντρα στη γενική πεποίθηση πως η κρίση επηρέασε οριζόντια την ελληνική κοινωνία, οδηγώντας σε υποχώρηση του βιοτικού επιπέδου όλες τις εισοδηματικές κατηγορίες, είναι το συμπέρασμα που προκύπτει από τη μελέτη με τον τίτλο «Αλληλεγγύη και προσαρμογή στην Ελλάδα της κρίσης», που υπογράφουν οι καθηγητές Τάσος Γιαννίτσης και Σταύρος Ζωγραφάκης.
Η δυσανάλογη συμβολή των χαμηλών εισοδημάτων, των οποίων η φορολογική επιβάρυνση την περίοδο 2008-2012, αυξήθηκε κατά 337,7% σε αντίθεση με τις ανώτερες εισοδηματικές κατηγορίες, των οποίων η φορολογική επιβάρυνση αυξήθηκε μόλις κατά 9%, επιτρέπει σύμφωνα με τους συγγραφείς της μελέτης να διατυπώνουν ευθέως την άποψη πως παρόμοιοι διαχωρισμοί ανέδειξαν «συγκεκριμένες εισοδηματικές κατηγορίες κερδισμένες από την κρίση».
Ενα από τα βασικότερα συμπεράσματα της μελέτης είναι επίσης η ετεροβαρής συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα σε σχέση με αυτή που είχε ο δημόσιος τομέας στη δημοσιονομική προσαρμογή. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο μέσος όρος της μείωσης του μισθού στον δημόσιο τομέα την περίοδο 2009-2013 ήταν 8%, όταν στον ιδιωτικό τομέα έφτασε το 19%. Η διαφορά αυτή διεύρυνε περαιτέρω το χάσμα στους μισθούς μεταξύ των δύο τομέων της οικονομίας από το 35% στο 43%, κατατάσσοντας την Ελλάδα μεταξύ των χωρών με το μεγαλύτερο άνοιγμα «ψαλίδας».
Η επιλογή της αύξησης των φορολογικών εσόδων προκειμένου να καλυφθεί η εκτίναξη των δημοσίων δαπανών πριν από την κρίση αποτέλεσε, σύμφωνα με τους μελετητές, μια «στρατηγική επιλογή για τη διατήρηση και προστασία ενός υπερμεγέθους δημόσιου τομέα με οποιοδήποτε κόστος». Σε αντίθεση με την περικοπή των δαπανών (ως ποσοστού του ΑΕΠ), που συνεισέφεραν μόλις κατά 7,5% στη δημοσιονομική προσαρμογή, τα φορολογικά έσοδα σήκωσαν το βάρος της μείωσης των ελλειμμάτων, συνεισφέροντας κατά 72,4% στη δημοσιονομική προσαρμογή. Αυτό παρά το γεγονός ότι η αιτία των ελλειμμάτων οφειλόταν στις τεράστιες δαπάνες του προϋπολογισμού. Αποτέλεσμα ήταν η σημαντική φορολογική επιβάρυνση της κοινωνίας σε συνδυασμό με τη μαζική ανεργία στον ιδιωτικό τομέα, γεγονός που αποδίδεται «στη στενή διασύνδεση του πολιτικού συστήματος με τη δημόσια διοίκηση εις βάρος του συλλογικού συμφέροντος», όπως σημειώνουν χαρακτηριστικά.
Η ανάδειξη συγκεκριμένων εισοδηματικών κατηγοριών ως «νικητών» κατά τη διάρκεια της κρίσης, όπως εξηγούν οι μελετητές, δεν σημαίνει ότι πρόκειται για ομάδες που βρίσκονται σε καλύτερο σημείο απ’ ό,τι ήταν πριν. Στοιχειοθετεί ωστόσο την άποψη πως πρόκειται για ομάδες που «έχουν διατηρήσει ή ακόμη και βελτιώσει τη θέση τους στην εισοδηματική ιεραρχία ή εξέλιξη». Η τάση αυτή θα πρέπει να συνεκτιμηθεί σε σχέση με το κατά πόσο η βελτίωση αυτή είναι αποτέλεσμα «ικανοτήτων, σκληρής δουλειάς ή της δυνατότητας να ανακαλύπτουν ευκαιρίες ή, αντίθετα, είναι αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών».
Ο λόγος που τα φορολογικά μέτρα επηρέασαν δυσανάλογα τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα, κάνοντας τους φτωχούς φτωχότερους, συνδέεται κυρίως με το γεγονός ότι οι υψηλότερες εισοδηματικές κατηγορίες δεν πλήρωναν μέχρι σήμερα φόρους ανάλογους των εισοδημάτων τους και καταγράφονταν στη βάση της εισοδηματικής πυραμίδας. «Η δυσαρέσκεια που προκάλεσε η υποχρέωση να φορολογηθούν για εισοδήματα που δεν είχαν μεταβληθεί ή είχαν μειωθεί προκάλεσε δυσαρέσκεια και τροφοδότησε την πολιτική πόλωση ή ακόμη και ακραίες πολιτικές συμμαχίες».