Η Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP), την οποία διαπραγματεύονται η Κομισιόν και οι ΗΠΑ, έχει αποκληθεί δημοσιογραφικά και “οικονομικό ΝΑΤΟ”, καθώς αποτελεί το τελευταίο “μεγάλο σχέδιο” για την εξασφάλιση του πλεονεκτήματος της Δύσης απέναντι στον αναδυόμενο κόσμο. Προορίζεται, δε, να αποτελέσει κάποια στιγμή σημαντικό σημείο τριβής ανάμεσα στη νέα ελληνική κυβέρνηση και τη Ουάσιγκτον.
“Σας διαβεβαιώνω ότι ένα κοινοβούλιο στο οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει την πλειοψηφία δεν πρόκειται ποτέ να επικυρώσει τη συμφωνία. Και αυτό θα είναι ένα μεγάλο δώρο όχι μόνο προς τον ελληνικό λαό, αλλά προς όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς” δήλωσε προς την ειδησεογραφική ιστοσελίδα κοινοτικών θεμάτων Euractiv ο αναπληρωτής υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης Γιώργος Κατρούγκαλος, επιβεβαιώνοντας ότι ισχύει και μετεκλογικά η άποψη που είχε εκφράσει πριν τις 25 Ιανουαρίου.
Ο Έλληνας υπουργός δεν αμφιβάλλει ότι με την ισχυρή πλειοψηφία που δημιουργεί το άθροισμα ΕΛΚ, Σοσιαλιστών και Φιλελευθέρων, η ΤΤΙΡ έχει εξασφαλισμένη την έγκρισή της από το Ευρωκοινοβούλιο. Όμως η Κομισιόν διαπραγματεύεται βάσει εντολής που έχει λάβει και από τα 28 κράτη-μέλη της Ε.Ε. Συνεπώς όποτε ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις με την αμερικανική πλευρά, θα χρειαστεί ομόφωνη έγκριση της συμφωνίας από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και κατόπιν επικύρωσή της από τα εθνικά κοινοβούλια.
Σε ό,τι πάντως αφορά τη Βουλή των Ελλήνων, δεν αντιδρά μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και οι συγκυβερνώντες ΑΝΕΛ που με ανακοίνωση της Μαρίας Χρυσοβελώνη τον περασμένο Νοέμβριο επεσήμαναν ότι η ΤΤΙΡ αποτελούν περισσότερο εγχείρημα του κερδοσκοπικού κεφαλαίου, παρά κίνηση ώθησης της πραγματικής οικονομίας.
Οι αντιδράσεις δεν αποτελούν ελληνική αποκλειστικότητα. Η έλλειψη διαφάνειας που χαρακτηρίζει τις διαπραγματεύσεις έχει προκαλέσει έντονες επικρίσεις πανευρωπαϊκά, με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να κρίνει (απ΄ αφορμής των ευρω-αμερικανικών ανταλλαγών τραπεζικών δεδομένων), ότι τα έγγραφα που αφορούν διεθνείς εμπορικές διαπραγματεύσεις οφείλουν να δημοσιεύονται.
Ιδιαίτερα ακανθώδες σημείο αποτελούν επίσης οι διαιτητικοί μηχανισμοί επίλυσης διαφορών μεταξύ κρατών και επενδυτών (ISDS) που συνοδεύουν συμφωνίες αυτού του είδους.
Το προηγούμενο της Σλοβακίας από την οποία η ολλανδική Achmea απέσπασε σε διαιτητικό δικαστήριο 29,5 εκατ. ευρώ για την επανεθνικοποίηση του κλάδου περίθαλψης του ασφαλιστικού συστήματος είναι χαρακτηριστικό – όπως και το γεγονός ότι οι ΗΠΑ έχουν επικυρώσει μόνο δύο από τις έξι συμβάσεις του ΟΗΕ για τα εργασιακά δικαιώματα. Επιπλέον, η “υπόθεση Σνόουντεν” γεννά ερωτήματα για το πώς θα ήταν δυνατή η διαμόρφωση ενιαίας ψηφιακής αγοράς, χωρίς να επωφεληθούν αθέμιτα οι αμερικανικές υπηρεσίες και να απειληθούν τα προσωπικά δεδομένα των Ευρωπαίων πολιτών, ενώ τον περασμένο Ιούλιο διοργανώθηκαν κινητοποιήσεις στη Βρετανία για την υπεράσπιση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, το οποίο η κυβέρνηση Κάμερον υποχρεώθηκε να δεσμευθεί ότι θα βρεθεί εκτός διαπραγμάτευσης.
Μιλώντας επίσης στο Euractiv τον περασμένο Νοέμβριο, o γ.γ. Διεθνούς εμπορίου της γαλλικής κυβέρνησης Matthias Fekl τόνισε ότι η χώρα του δεν πρόκειται να επικυρώσει την TTIP, εάν αυτή συμπεριλαμβάνει μηχανισμό ISDS, τονίζοντας ότι το κράτος υπεραμύνεται του δικαιώματός του να θέτει δικές του προδιαγραφές, να εγγυάται την αμεροληψία του συστήματος απονομής δικαίου και να επιτρέπει στον γαλλικό και κάθε άλλο λαό να επιβεβαιώνει τις αξίες του.
Προφανώς η αμερικανική πλευρά πιέζει προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Ο Γιώργος Κατρούγκαλος αναγνωρίζει ότι η διατλαντική συμφωνία συμβάλλει στην εξάλειψη ορισμένων γραφειοκρατικών εμποδίων στις εξαγωγές, ενισχύοντας έτσι την οικονομική αποτελεσματικότητα. Όμως, εφόσον οι δασμολογικές επιβαρύνσεις στο διατλαντικό εμπόριο είναι ήδη πολύ χαμηλές, το πραγματικό αντικείμενο της διαπραγμάτευσης έγκειται στην εναρμόνιση των προδιαγραφών και του ρυθμιστικού πλαισίου. Επ΄ αυτού, ο Έλληνας υπουργός διακρίνει πολλούς κινδύνους: από την χαλαρότερη ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα στις ΗΠΑ, σε σύγκριση με την Ευρώπη, μέχρι την διάδοση των γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών και από την προστασία των προσωπικών δεδομένων μέχρι την προστασία των ευρωπαϊκών εθνικών συστημάτων υγείας. Κάθε εναρμόνιση σε αυτούς τους τομείς, καταλήγει, “θα υπονομεύσει το κράτος πρόνοιας όπως αυτό είναι οργανωμένο στην Ε.Ε.”.
πηγή : capital.gr