Το Παράρτημα Κρήτης του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων με ανοιχτή επιστολή του τάσσεται κατά σε οποιαδήποτε κερδοσκοπική εκμετάλλευση των Πολιτισμικών μας αγαθών
Καθαρή θέση ενάντια στο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και των Πολιτιστικών μας αγαθών όπως επισημαίνουν χαρακτηριστικά παίρνουν και οι Αρχαιολόγοι οι οποίοι με ανοιχτή επιστολή τους τάσσονται κατά σε οποιαδήποτε κερδοσκοπική εκμετάλλευση από το ΤΑΙΠΕΔ.
Οι αρχαιολόγοι από το Παράρτημα Κρήτης του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων επικεντρώνονται κυρίως στην περίπτωση του Καρτερού σημειώνοντας ότι αποτελεί φυσική συνέχεια του Ηρακλείου και βασικό παράκτιο τμήμα της πόλης από την Προϊστορική Εποχή ως σήμερα.
Ολόκληρη η επιστολή έχει ως εξής:
«Για άλλη μία φορά τα τελευταία χρόνια αναγκαζόμαστε να τοποθετηθούμε για ζητήματα που ανακινούνται και αφορούν την εκποίηση μεγάλων τμημάτων δημόσιας γης σε όλη τη Χώρα και ιδιαίτερα την Κρήτη, θέμα που ενδιαφέρει και επηρεάζει την ζωή των πολιτών της χώρας μας και την τοπική κοινωνία του νησιού μας. Το τελευταίο διάστημα όλοι οι πολίτες γίνονται μάρτυρες ενός καταιγισμού δημοσιευμάτων καθώς και διοικητικών διαδικασιών προς τους Δήμους και σε άλλους φορείς με σκοπό να πωληθεί ό, τι ακόμα έχει απομείνει ως περιουσία των κατοίκων της χώρας μας.
Πρόσφατα ανακινήθηκε εκ νέου από το ΤΑΙΠΕΔ το θέμα της εκποίησης δύο μεγάλων εκτάσεων γης: ολόκληρης της Ανατολικής Παραλίας της Πόλης του Ηρακλείου στον Καρτερό, καθώς και του Δημόσιου Ακινήτου των Γουρνών Κρήτης, στην πρώην Αμερικανική Βάση. Τα ακίνητα αυτά αποτελούν ωστόσο Δημόσια Αγαθά για όλα τα στοιχεία που εμπεριέχουν, συμπεριλαμβανομένων και των πολύ σημαντικών αρχαιοτήτων.
Εν πρώτοις η περιοχή της παραθαλάσσιας ζώνης του Καρτερού αποτελεί φυσική συνέχεια του Ηρακλείου και βασικό παράκτιο τμήμα της πόλης από την Προϊστορική Εποχή ως σήμερα. Το εν λόγω ακίνητο που εκχωρείται στο ΤΑΙΠΕΔ εντάσσεται εξολοκλήρου στον κηρυγμένο και οριοθετημένο αρχαιολογικό χώρο της Παλιόχωρας Αμνισού, για τον οποίο είναι σε εξέλιξη η θεσμοθέτηση αρχαιολογικών ζωνών με συγκεκριμένες χρήσεις γης που επικαιροποιούν παλαιότερες υπουργικές αποφάσεις. Κύριος πυρήνας του ακινήτου, το οποίο καταλαμβάνει το δυτικό τμήμα του αρχαιολογικού χώρου, στην υπό θεσμοθέτηση ζώνη Β, αποτελεί το συγκρότημα του «ΞΕΝΙΑ», που είναι επίσης κηρυγμένο νεώτερο μνημείο και διέπεται από ειδικό καθεστώς προστασίας. Στον περιβάλλοντα χώρο του «ΞΕΝΙΑ» έχουν ανασκαφεί στο παρελθόν μνημειώδη αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της σημαντικής εγκατάστασης μινωικών χρόνων που εκτείνεται στον όμορο λόφο της Παλιόχωρας προς τα ανατολικά, εκτός ορίων της δημόσιας γαίας, σε άμεση γειτνίαση ωστόσο με αυτή. Πρόκειται για εκτεταμένο παράκτιο οικισμό με ιδιαίτερη ακμή από την παλαιοανακτορική έως και τη μετανακτορική περίοδο (1900-1300 π.Χ.), το δεύτερο σημαντικότερο λιμάνι της Κνωσού, μετά από εκείνο του Πόρου. Το εντυπωσιακότερο και πλέον γνωστό κτίσμα του μινωικού οικισμού είναι η έπαυλη των κρίνων στις ανατολικές παρυφές του λόφου, όπου ανευρέθηκε η διάσημη τοιχογραφία με τα κρίνα, η οποία εκτίθεται στο Μουσείο Ηρακλείου. Στους ιστορικούς χρόνους ανεγέρθηκε πάνω από την επίχωση της μινωικής εγκατάστασης, ιερό αφιερωμένο στο Δία Θενάτα, που άκμασε από τη γεωμετρική έως τη ρωμαϊκή περίοδο.
Στα νεώτερα χρόνια, παρά την μειωμένη προσοχή που έτυχε από την Πολιτεία, όλοι σχεδόν οι Ηρακλειώτες παραθερίζουν στην περιοχή, η οποία από παλιά επέδειξε όλες τις παραδοσιακές αγροτοβιοτεχνικές δραστηριότητες που αντανακλούν συχνά το διαχρονικό πολιτισμικό υπόβαθρο της περιοχής. Η εξέλιξη των μικρών οικισμών του Καρτερού ήταν τόσο σημαντική, ώστε η περιοχή έγινε βασικός προορισμός για μεγάλο αριθμό ξένων επισκεπτών με προορισμό την Κρήτη. Νέοι και μικρά παιδιά μεγάλωσαν κολυμπώντας δίπλα στα αρχαία της Παλιόχωρας της Αμνισού και παρά τις προσπάθειες των κατοίκων δεν έβλεπαν παρά μόνο υποβάθμιση, παρανομίες και μικρές και μεγάλες αυθαιρεσίες στον περιβάλλοντα χώρο κοντά στις αρχαιότητες.
Το δεύτερο προς εκποίηση σημαντικό Δημόσιο Ακίνητο στις Γούρνες Πεδιάδας στην πρώην Αμερικανική Βάση, παρουσιάζει εξίσου μεγάλο αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Στο χώρο των εγκαταστάσεων του ΕΛΚΕΘΕ ήρθε στο φως σπάνιο νεκροταφείο της Πρωτομινωικής Περιόδου, καθώς και ταφικό κτήριο των Μινωικών χρόνων. Εξ αιτίας του τύπου της αμερικανικής στρατιωτικής βάσης, που υπήρχε στο χώρο ως μια από τις λίγες μη πυκνοκατοικημένες περιοχές της βόρειας Κρήτης, τα αρχαία δεν καταστράφηκαν αλλά διατηρήθηκαν μέχρι την ανασκαφή τους. Οι αρχαιότητες διατηρούνται ορατές και επισκέψιμες στον δυτικό αύλειο χώρο του ΕΛΚΕΘΕ, η ανάδειξη του οποίου αναμένεται, σε συνεργασία με το Δήμο Χερσονήσου. Σε μικρή απόσταση βορειοανατολικά του νεκροταφείου εντοπίστηκαν πρόσφατα οικιστικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της Προανακτορικής περιόδου.
Πολυπληθή και γνωστά στην παγκόσμια επιστημονική κοινότητα είναι τα αρχαία ίχνη μέσα στο χώρο της Βάσης αλλά και στις γειτονικές περιοχές. Η πρόσφατη, υπό δημοσίευση αρχαιολογική μελέτη των προαναφερθέντων αρχαιοτήτων, στις Γούρνες Πεδιάδος εστιάζει στην άμεση συνάφεια τους με ένα πυκνό δίκτυο παραθαλάσσιων οικιστικών και ταφικών θέσεων που εκτείνονται κατά μήκος της βόρειας ακτογραμμής, από τον Πόρο Ηρακλείου ως στην Αγιά Φωτιά Σητείας.
Επιπρόσθετα, η θάλασσα της Κρήτης σώζει άπειρες μαρτυρίες του ιστορικού παρελθόντος της, είτε ναυαγισμένων πλοίων, είτε θέσεων που έχουν καταβυθιστεί, καθώς ολόκληρη η ακτογραμμή του νησιού βυθίζεται σταδιακά προς τα ανατολικά.
Επομένως ένας προγραμματισμός ορθής ανάπτυξης δεν μπορεί παρά να λάβει υπόψη του τις παραπάνω παραμέτρους. Αντίθετα ενδεικτικός για τα υπέρμετρα μεγέθη της ‘ανάπτυξης’ που στοχεύουν είναι και ο απρόσωπος καθορισμός του Δημοσίου Ακινήτου της πρώην Αμερικανικής Βάσης ως ΑΒΚ 289 που απαξιώνει και διαιωνίζει την υποβάθμιση των αρχαιολογικών δεδομένων της περιοχής, δίνοντας βάρος μόνο στα οικονομικά επενδυτικά μεγέθη και όχι στις ανθρώπινες κοινωνίες που αναπτύχθηκαν στην περιοχή σε όλες τις περιόδους της ιστορίας του.
Χαρακτηριστική της τάσης που επικρατεί είναι η περίπτωση μιας μελέτης επένδυσης που πρόκειται να εγκατασταθεί στο βορειοανατολικότερο ακρωτήριο της Κρήτης στο Κάβο Σίδερο στην Επαρχία Σητείας και η οποία επικεντρώνεται πάλι στην κερδοσκοπική εκμετάλλευση του χώρου. Το φαραωνικών διαστάσεων έργο και τα αριθμητικά στοιχεία είναι αποκαλυπτικά για το είδος της ανάπτυξης που επιδιώκεται να εφαρμοστεί και σε αυτήν περιοχή. Σύμφωνα με τις επικρατούσες απόψεις πρόκειται για ένα έργο χιλιάδων κλινών, αναλόγων εγκαταστάσεων και τεράστιων χωματουργικών επεμβάσεων σε δημόσια περιουσία στις απόκρημνες ακτές του ακρωτηρίου, που υπόσχεται θέσεις εργασίας σε 1.500 εργαζομένους, θα αναπτυχθεί σε μοναστηριακές εκτάσεις 26.000 στρεμμάτων – σύμφωνα με τους χάρτες, επεμβαίνει πάνω στο 1/3 του ακρωτηρίου – και αναμένεται ότι θα δώσει αρνητικό πρόσημο απέναντι στην ήπια και ανθρωποκεντρική ανάπτυξη που θα έπρεπε να έχει η περιοχή.
Τέτοιας μεγάλης κλίμακας έργα λανθασμένα έχουν χαρακτηριστεί αναπτυξιακά εφόσον αναπτύσσονται σε μια περιοχή μέσα στην οποία (όσο έχει διερευνηθεί μέχρι στιγμής) υπάρχουν τουλάχιστον 30 καταγεγραμμένες αρχαιολογικές θέσεις μαζί με άλλα σημάδια ανθρωπογενών δραστηριοτήτων που διαμορφώνουν ένα μοναδικό και διαχρονικό ιστορικό και κοινωνικό τοπίο. Για το έργο αυτό και τον ασαφή μελλοντικό σχεδιασμό του εκτός από τις εισηγήσεις, τις επιφυλάξεις και τους όρους των Αρχαιολογικών Υπηρεσιών, έχουν διατυπωθεί διαμαρτυρίες από το Παγκόσμιο Αρχαιολογικό Κογκρέσο και από αρχαιολόγους και επιστήμονες άλλων ειδικοτήτων τόσο από την ελληνική όσο και από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα σχετικά με το είδος της ανάπτυξης του τσιμέντου και των γηπέδων γκολφ που προωθείται με την ταυτόχρονη καταστροφή ενός μοναδικού φυσικού και πολιτισμικού τοπίου .
Οι αρχαιότητες στα δύο Δημόσια Ακίνητα στην παραλία της Αμνισού στον Καρτερό, στην πρώην Αμερικανική Βάση, στο Κάβο Σίδερο Σητείας και σε άλλες υπό πώληση περιοχές της Κρήτης αποτελούν ένα πυκνό και αδιάσπαστο τμήμα ενός συνόλου με κατάλοιπα που διατρέχουν όλη την περίοδο από την προϊστορία μέχρι τις μέρες μας και είναι απαραίτητο να εξακολουθούν να βρίσκονται σε καθεστώς προστασίας, όπως προβλέπεται από την αρχαιολογική νομοθεσία, καθώς επίσης να συντηρούνται και να αναδεικνύονται, ώστε τελικά να ενσωματώνονται στο σύγχρονο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον και να αποτελούν άξονες για την κοινωνική ανάπτυξη.
Η γενικότερη πολιτική από την πλευρά του ελληνικού κράτους δεν έδωσε ποτέ την απαραίτητη βαρύτητα στην ιστορική παιδεία της ελληνικής κοινωνίας. Αντίθετα, πέρα από την σαφέστατα ιδεολογική χρήση του παρελθόντος στην οποία επιδόθηκε και επιδίδεται, αντιμετωπίζει τα υλικά κατάλοιπά του είτε ως εμπόδια για την οικονομική ανάπτυξη, είτε ως τουριστικές «ατραξιόν» αποκομμένα σε τελική ανάλυση από το πολιτικό, κοινωνικό και ιστορικό τους υπόβαθρο. Οι αρχαιότητες του κάθε τόπου δεν αποτελούν εμπόδιο, αλλά εφόδιο για αειφόρο ανάπτυξη που να αφορά σε όλη την κοινωνία και όχι μόνο σε συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα. Συνεπώς θα πρέπει να στοχεύουμε στην εκπαίδευση γύρω από το πολιτισμικό περιβάλλον μας που πάντα είναι ένα πολύ παραγωγικό τμήμα προς όφελος της κοινωνίας μας.
Μόνο λύπη και οργή προκαλεί η τεχνοκρατική αντίληψη για την εκποίηση της δημόσιας γης και τη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς προς όφελος της κερδοσκοπίας. Οι Δημόσιες Γαίες, το φυσικό και πολιτισμικό τους απόθεμα ανήκουν σε όλους τους πολίτες της Χώρας και στις επόμενες γενιές. Η δημόσια περιουσία είναι ένα κοινωνικό αγαθό και ένα ευνομούμενο κράτος οφείλει να την προστατεύει και να συμβάλλει στη συνολική ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών προς όφελος των επόμενων γενεών.
Οι πρόσφατες, ωστόσο, προεκλογικές και μετεκλογικές ενέργειες της πολιτικής ηγεσίας στον αρχαιολογικό χώρο της Κνωσού, καθώς και στα εγκαίνια του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου δεν μας επιτρέπουν να αισιοδοξούμε για τη διασφάλιση του δημόσιου χαρακτήρα της Πολιτιστικής μας Κληρονομιάς, ο οποίος διαρκώς υπονομεύεται σε βάρος του κύριου αποδέκτη του πολιτιστικού αγαθού που είναι το κοινωνικό σύνολο».
πηγη: candianews.gr