Στους ελεύθερους δημόσιους χώρους στις πόλεις της Κρήτης, σε οδούς και πλατείες, σε πάρκα και κυκλικές πορείες, σήμερα, η γενική αντίληψη για τη Φύση και τα παραδείγματα των φυτεύσεων, μοιάζουν να προασπίζουν την άποψη που εντοπίζει στο “άλλο” της ανθρωπότητας, δηλαδή της φύσης, μια πηγή ανεξέλεγκτων κίνδυνων.
Στο κείμενο που ακολουθεί σκιαγραφούνται δυο τάσεις του σύγχρονου ανθρώπου στο ρόλο του εξορκιστή των φυσικών, ή καλύτερα των φυσιολογικών χαρακτηριστικών που οφείλουν να αποδίδονται στα όλο και λιγότερα φυσικά πράγματα που μας περιβάλλουν. Η πρώτη τάση αφορά στην θέληση για μία καθωσπρέπει και εξωπραγματική καθαριότητα που εξοστρακίζει ελιές και νεραντζιές από τους δρόμους, επειδή η καρποί τους όταν πέφτουν, λερώνουν, ή βουκαμβίλιες από τις αυλές επειδή κάποιοι δεν ανέχονται τα ξεραμένα φύλλα στο πάτωμα. Η δεύτερη αφορά στην ανικανότητα να γίνουν δεκτοί οι κανονικοί χρονικοί ρυθμοί των φυτών και αυτοί οι ρυθμοί να λαμβάνονται υπ’ όψιν στο σχεδιασμό των φυτεύσεων και στην περαιτέρω διαχείριση των χώρων πρασίνου.
Ως σύνολο δράσεων στην κοινωνία μας, δημιουργείται ένα κλίμα εκδίκησης για την Φύση, τον κατεξοχήν χώρο της έκπληξης, σε αντίθεση με το ελεγχόμενο και προβλέψιμο της τεχνολογικής μας αντίληψης για την πρόοδο στη ζωή. Έχουμε πλέον συνηθίσει, με το πρόσχημα του κλαδέματος να «αποκεφαλίζονται» αλμυρίκια, ευκάλυπτοι και φίκους. Σε οδούς που σχεδιάστηκαν να πλαισιώνονται από δενδροστοιχίες, καταλήγουμε να βλέπουμε τεράστια κουτσούρια. Το παράδειγμα της οδού Σούδας στα Χανιά είναι ενδεικτικό. Εδώ ο υποτιθέμενος κίνδυνος πτώσεων κλαδιών συμπαρίσταται στους επιχειρηματίες που προτιμούν μια άδεια τσιμεντένια πλατεία εμπρός από τα καταστήματά τους, αντί του πράσινου δροσερού φίλτρου πλατανιών και ευκαλύπτων. Στις αντιδράσεις εξοργισμένων πολιτών, οι απαντήσεις των «ειδικών», κυμαίνονται μεταξύ της σιγουριάς ότι τα συνήθη δέντρα των πεζοδρομίων είναι ανθεκτικά και ικανά να αναγεννιούνται, έως την κυνική απάντηση της δραστικού κουτσουρέματος προκειμένου να μην κλαδεύονται πιο τακτικά, πράγμα το οποίον κοστίζει. Από την μεριά μας πιστεύουμε πως πρόκειται για σύμπτωμα διαταραχής μεγάλου μέρους της κοινωνίας μας, ανεξάρτητα από την τάξη και την παιδεία τους, που δεν κρύβει τίποτε παραπάνω από την βασική έχθρα προς τις υποτιθέμενες δαιμονικές δυνάμεις της Φύσης και τον διχασμό μας, μεταξύ της προέλευσής μας από την ύπαιθρο σε σχέση με την παρεξηγημένη σχέση μας με την πόλη.
Στην αποκρυπτογράφηση των αιτιών αυτής της επιθετικής συμπεριφοράς, διαπιστώνουμε πρώτα ότι ο διεστραμμένος τρόπος με το οποίο αποκεφαλίζονται τα δένδρα προέρχεται από επιφανειακή μίμηση αγροτικών δραστηριοτήτων. Οι αρμόδιοι υπεύθυνοι και τα συνεργεία, κλαδεύουν όλα τα δένδρα σαν να ήταν ελιές για παραγωγή. Μια άποψη αυτή που, πέρα από την αντικειμενική ημιμάθεια σε μια εποχή όπου ο δένδρο-χειρουργός είναι μια πραγματικότητα, σκιαγραφεί μια ανθρώπινη ψυχή που αναγνωρίζει τα δένδρα μόνο και μόνο για τα προϊόντα τους και το συνεπαγόμενο κέρδος. Η ίδια μοίρα επικρατεί και για τους ευκαλύπτους (φωτ.3), τα Ficus και τις μουριές. Δεν εξαιρούνται επίσης θάμνοι όπως οι ιβίσκοι ή δενδρώδη ξηρόφυτα όπως τα Yucca. Ωστόσο στην Κρήτη υπάρχουν ακόμη ευτυχώς ωραία παραδείγματα ακριβώς με τα ίδια είδη δένδρων, που θα μπορούσαν να είχαν γίνει παράδειγμα σε ανάλογες φυτεύσεις. Αναφερόμαστε στις σειρές ευκαλύπτων, στην φυσική τους αναπτυγμένη μορφή, με ισορροπημένη αναλογία μεταξύ κορμού και κλαδιών, στο μήκος δρόμων όπου φυτεύονταν προκειμένου να αποξηρανθούν παλαιότερα έλη.
Τα δραστικά κλαδέματα των δέντρων στην πόλη μας, που βλέπουμε να πραγματοποιούνται όλο και περισσότερο, είναι μια εντελώς λανθασμένη επιλογή που προκαλεί πολλές και διαφορετικές ζημιές. Είναι όχι μόνο αντιαισθητικά, αλλά ακόμα και μη αποδοτικά, όσοv αφορά στην δήθεν ασφάλεια των πολιτών, την υγεία του δημοσίου πρασίνου στο σύνολο του, και την ορθή διαχείριση των δημοσίων πόρων. Τα δραστικά εποχιακά κλαδέματα των μεγάλων δέντρων των δρόμων και των κήπων, όπως για παράδειγμα ευκάλυπτοι και πλατάνια, είναι μια πρακτική που προκαλεί μεγάλες και σοβαρές επιπτώσεις και στην υγεία των φυτών αλλά και στην ασφάλεια των δρόμων, ιδιαίτερα σε δύσκολες και ακραίες καιρικές συνθήκες, που βιώνουμε όλο και περισσότερο, εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Αυτή που μπορεί να φαίνεται μια πιο εύκολη και οικονομική λύση για τις δημοτικές αρχές, στο τέλος είναι μια αντιοικονομική διαχείριση του πράσινου αγαθού της πόλης, που αρχικό σκοπό έχει όχι τόσο τον δροσισμό, αλλά την ψυχική ανάταση στην θέαση των εκπροσώπων της φύσης που η πόλη άλλοτε περιορίζει και άλλοτε εξολοθρεύει.
Οι λανθασμένες πρακτικές κλαδέματος των δέντρων, αλλά και διαχείρισης σε παρτέρια, συνήθως πραγματοποιούνται από άπειρο και μη επαγγελματικά καταρτισμένο προσωπικό, προκαλούν σοβαρές βιολογικές ζημιές στους φυτικούς ιστούς. Κάθε κλάδεμα είναι ένα τραύμα για το φυτό. Ο εκτεθειμένος εσωτερικός ιστός είναι πολύ ευάλωτος και διάφορα παθογόνα μπορούν να επιτίθενται στο φυτό, προκαλώντας σοβαρές αρρώστιες. Επίσης το φυτό χρειάζεται το φύλλωμά του για να επιβιώσει και αν το κόβουμε δραστικά ή συνήθως το αφαιρέσουμε εντελώς, προσπαθεί να το ξαναβγάλει το συντομότερο δυνατόν, χρησιμοποιώντας και τα αποθέματα του, με αποτέλεσμα να εξασθενεί και να γίνεται ακόμα πιο ευάλωτο. Χωρίς το φύλλωμα του ο κορμός είναι πιο εκτεθειμένος στις ηλιακές ακτίνες με αποτέλεσμα την αύξηση της εσωτερικής θερμοκρασίας με σοβαρές επιπτώσεις όσον αφορά στη ανάπτυξη του. Τέλος, τα νεαρά κλαδιά που σχηματίζονται κοντά στην επιφάνεια κοπής είναι πιο αδύναμα, μεγαλώνουν με ασυμμετρία και μη φυσική μορφή και μπορούν να σπάσουν πολύ πιο εύκολα, άρα να επιφέρουν επιτάχυνση του γεγονότος το οποίο υπήρξε ο αρχικός στόχος της επέμβασης.
Τα ηλικιωμένα και ταλαιπωρημένα δέντρα, που μπορεί τυχόν να προκαλέσουν ατυχήματα και να είναι επικίνδυνα για τους πολίτες, θα έπρεπε να μπουν σε ένα πρόγραμμα ανανέωσης και φύτευσης νέων. Επίσης μερικά καλλωπιστικά είδη, που είναι το αποτέλεσμα περασμένων και παλιών επιλογών, και δεν προσαρμόζονται καλά στις οικολογικές και καιρικές συνθήκες του τόπου, θα έπρεπε να αντικαθιστούν με καινούργια και πιο κατάλληλα φυτικά είδη. Οι λανθασμένες πρακτικές κλαδέματος είναι επίσης οικονομικά επιζήμιες. Το κόστος της συντήρησης σε περίπτωση δραστικού κλαδέματος αυξάνεται, επειδή πολλές φορές δεν τελειώνει με την άμεση εργασία, αλλά προκαλεί επαναλαμβανόμενες δράσεις και έκτατες παρεμβάσεις. Η σωστή διαχείριση των φυτών και του πρασίνου, που περιλαμβάνει την γνώση της σημερινής κατάστασης, τον προγραμματισμό των μελλοντικών έργων, την πρόληψη των κινδύνων και την χρήση επαγγελματικού προσωπικού, είναι πάντα πιο οικονομική, ασφαλής και σίγουρα πιο σεβαστή προς το περιβάλλον και προς την αισθητική αξία του.
Εξίσου επιθετικός προς την ιδέα της φύσης είναι ο τρόπος με τον οποίο συντηρούνται τα παρτέρια. Συνήθως οι κηπουροί οργώνουν το χώμα μεταξύ θάμνων και δένδρων. Η πρώτη δικαιολογία έγκειται ξανά στην καθαριότητα που δεν οδηγεί αλλού παρά σε εικόνα ερημικής γης. Οι αιτίες στην ουσία πηγάζουν ακόμα από την στρέβλωση των αγροτικών δραστηριοτήτων και στην βοτανολογική άγνοια της έννοιας της εδαφοκάλυψης. Δηλαδή στην φύτευση ερπόντων φυτών ή βολβών, έστω κατά τους μήνες των βροχοπτώσεων, εφόσον στη Μεσόγειο υπάρχουν ποικιλίες που ανθίζουν ακριβώς τους ξερικούς θερινούς μήνες. Αναδύεται ξανά ο καθωσπρεπισμός που δεν ανέχεται πυκνή βλάστηση κάτω από τα δένδρα. Στην Αθήνα για παράδειγμα, στο σχεδιασμό παλαιοτέρων εποχών, σε τέτοιες συνθήκες η αυτονόητη επιλογή ήταν οι άκανθοι. Ένα φυτό που προσφέρει, στα τέλη της άνοιξης, ψιλά λευκό-μοβ λουλούδια πέρα από τους αρχιτεκτονικούς συσχετισμούς. Με όμοιο τρόπο η Vinca minor, που εμπλουτίζει το έδαφος στην Εθνικό κήπο στην Αθήνα. Μεσογειακά φυτά και τα δύο, δίνουν αφορμή για τον εντοπισμό ενός άλλου προβλήματος σχεδιασμού.
Υπάρχει η τάση στους διαχειριστές της αστικής ελληνικής κηπουρικής, να επιλέγουν φυτά που δεν έχουν καμία σχέση προέλευσης και συμβατότητας με το ελληνικό τοπίο. Με τέτοιες επιλογές τα φυτά είναι καταδικασμένα να υποκύψουν, αργά ή γρήγορα, σε δυσμενέστερες συνθήκες, θυσία στους νέους συρμούς των σχεδιαστών, στα κέρδη των ενδιάμεσων εμπόρων, και προπάντων στην ολική αποξένωση όλων μας από μια ζωντανή, ανθρώπινη, ψυχική εμπειρία της Φύσης. Δηλαδή από μια εμπειρία την οποία οι μύθοι, οι θρησκείες, η ιστορία, έχουν κατασκευάσει εξαιρετικά ερμηνευτικά εργαλεία των ανθρωπίνων ψυχικών δραστηριοτήτων, που αποτελούν μέρος ζωτικό του πολιτισμού μας.
Σε γενικές γραμμές, το υπερβολικό κλάδεμα, το σκάψιμο στα παρτέρια, αλλά και η συνεχής εισαγωγή ξένων φυτών για τον τόπο, ο περιορισμός της φυσικής ανάπτυξης και η συνεχής αναμόχλευση των χώρων πρασίνου, αποτελούν πάγιες συνήθειες των Ελλήνων γεωπόνων και σχεδιαστών του δημόσιου πράσινου. Τέτοια πρακτική αντικατοπτρίζει μάλλον αισθήματα πανικού, που η Φύση δημιούργησε στον ανθρώπινο είδος, που τώρα με τον τρόπο μας, την οδηγούμε σε μια πουριτανική ενοχοποίηση και τέλος στην ταπείνωσή της.
*Η Constanza Dal Cin d’Agata είναι βιολόγος – βοτανικός Msc.
**Ο Νίκος Σκουτέλης είναι αρχιτέκτων – αν.καθηγητής Π.Κ.
Πηγή: http://www.haniotika-nea.gr/drastika-klademata-ke-alla-dina/