Τα πέτρινα χρόνια της δικτατορίας, που τόσο ακριβά πλήρωσε η χώρα, στο Ηράκλειο -εκτός των άλλων- συντελέστηκε ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα στην ιστορία της πόλης. Η κατεδάφιση του ναού του Σωτήρος. Στη μεθοδευμένη και ιερόσυλη πράξη αντιστάθηκαν λίγοι, αλλά τόσο σπουδαίοι, ανάμεσα τους και ένας ο οποίος δεν ήταν Κρητικός ούτε ζούσε στο νησί, ο Αργ. Πετρονώτης.
Ο Αργ. Πετρονώτης όμως, δεν άντεξε και αντιτάχθηκε στην αβάσταχτη βαρβαρότητα της κατεδάφισης του σπουδαίου μνημείου. Η Χούντα τον έστειλε στο δικαστήριο, όπου επίσης βροντοφώναξε παλικαρίσια τις απόψεις του μέσα από μια συγκροτημένη επιστημονικά τοποθέτηση, πετυχαίνοντας πανηγυρικά την αθώωσή του, αφού ακόμα και οι μάρτυρες κατηγορίας του, πλην ενός, τον υπερασπίστηκαν. Στη δίκη αυτή συμμετείχε όλη η πνευματική ελίτ της εποχής. Μάρτυρες υπεράσπισης κατέθεσαν, εκτός από τον καθηγητή Λίνο Πολίτη (γιος του θεμελιωτή της ελληνικής λαογραφίας Νικόλαου Πολίτη), ο σπουδαίος βυζαντινολόγος Δημήτριος Πάλλας, ένας από τους σημαντικότερους αρχιτέκτονες ο Χαράλαμπος Μπούρας, ενώ υποστηρικτική επιστολή έστειλε και (ο υπερήλικας τότε) σπουδαίος καθηγητής Αναστάσιος Ορλάνδος. Η ένταση που επικράτησε στη διάρκεια της δίκης ήταν τέτοια, που ο τότε διευθυντής Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού, Στέφανος Κουμανούδης, συμπαρατάχθηκε απόλυτα με τον κατηγορούμενο και μάλιστα σε ένδειξη της απόλυτης στήριξής του κατέθεσε ενώπιον του δικαστηρίου την παραίτησή του.
Πρόκειται για ένα σπουδαίο ιστορικό ντοκουμέντο που αναδεικνύει σήμερα η «Π» με τη βοήθεια του πρωταγωνιστή του, αρχιτέκτονα μηχανικού και ιστορικού, Αργύρη Πετρονώτη, ο οποίος με συνέντευξή του περιγράφει τα όσα διαδραματίστηκαν. Η ιστορία του 93χρονου σήμερα Αργύρη Πετρονώτη, ενός ανθρώπου εξαιρετικά υψηλού πνεύματος και ήθους, είναι ιδιαίτερα διδακτική για όλους μας, όχι μόνο διότι μας αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές ενός σπουδαίου γεγονότος για το Ηράκλειο, αλλά και αναδεικνύει το μεγαλείο ενός ανθρώπου που συγκρούστηκε και προσωπικά με το πρωτοπαλίκαρο της Χούντας Στ. Παττακό, ο οποίος τον έσυρε σε δίκη επειδή τόλμησε να πει την άποψή του.
Είναι ακόμα εντυπωσιακό το γεγονός ότι ο Αργύρης Πετρονώτης, όλα αυτά τα χρόνια παρέμεινε σιωπηλός και δεν επεδίωξε ποτέ την αυτοπροβολή του, αφού για τον ίδιο η έννοια της προσφοράς είναι το ιερό καθήκον απέναντι στην κοινωνία και ο τρόπος που έχει επιλέξει να περπατάει στη ζωή είναι προσφέροντας τον εαυτό του χωρίς ανταλλάγματα…
Η συνέντευξη
Πώς μάθατε το σχέδιο της Χούντας για την κατεδάφιση του ναού του Σωτήρος, πως αποφασίσατε να εναντιωθείτε και με ποια επαγγελματική ιδιότητα; Είχατε κάποια επαφή με την τοπική υπηρεσία της αρχαιολογίας στο Ηράκλειο;
«Το έμαθα από κάποιους γνωστούς μου πατριώτες σας (σ.σ. Κρητικούς).
Κινήθηκα για τη σωτηρία ενός όχι τυχαίου μνημείου ως Αρχιτέκτων – μηχανικός Ε.Μ.Π. εξειδικευμένος (Dr. Ingenieur) ιστορικός της Αρχιτεκτονικής (Bauforscher), και επιπλέον πτυχιούχος του Ιστορικού – Αρχαιολογικού Τμήματος ΕΚΠΑ. Όλα αυτά μου επιβάλλουν ως ιερό καθήκον να μελετώ και να προστατεύω κάθε αρχιτεκτονικό μνημείο.
Συνδέομαι άλλωστε συναισθηματικά με την Κρήτη, καθώς φέρω το όνομα πρωταδέλφου της μητέρας μου, του Ανάργυρου Φατούρου, αντάρτη μέλους της Φοιτητικής Φάλαγγας στην Επανάσταση του 1897 στην Κρήτη και εθελοντή στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, πεσόντος στο Μπιζάνι το 1912. Το ενδιαφέρον μου για την Κρήτη είναι άλλωστε διαρκές, έχοντας μελετήσει τα σπίτια της Μεσσαράς και τις «Καμάρες του Πρέβελη».
Δεν είχα επαφή με την τοπική αρχαιολογική υπηρεσία. Όμως πριν δημοσιοποιήσω την άποψη, την εξέθεσα δια επιστολής μου στον τότε επικεφαλής της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και καθηγητή μου αείμνηστο Σπυρίδωνα Μαρινάτο χωρίς να λάβω απάντηση».
Τι συνέβη μετά τη δημοσίευση της επιστολής σας, πώς και από ποιον οδηγηθήκατε σε δίκη;
«Έστειλα μια πρώτη επιστολή στο «Βήμα», η οποία δημοσιεύτηκε. Παράλληλα ήρθα σε επαφή με Κρητικούς ζητώντας συμπαράσταση. Δεν υπήρξε ανταπόκριση, διέκρινα μάλιστα φόβο. Αυτό με ανησύχησε και γράφω δεύτερη επιστολή στο «Βήμα». Κάποιος πρέπει να παρενέβη, και το γράμμα μου αντί να παρατεθεί στην οικεία στήλη, δημοσιεύτηκε εμφαντικά στην πρώτη σελίδα. Αυτό προκάλεσε την μήνιν του ταξίαρχου Στυλιανού Πατακού, τότε υπουργού Εσωτερικών που αυτός ενδιαφερόνταν για την κατεδάφιση του ναού του Σωτήρος, τότε γνωστού ως Βαλιδέ Τζαμί. Με κάλεσε στο γραφείο του μαζί με τον αρχισυντάκτη του «Βήματος» κ. Ρωμανό. Προσπάθησα να τον πείσω. Μου ζήτησε να του εκθέσω γραπτά τις απόψεις μου. Απάντησα ότι για να γράψω την έκθεσή μου είναι απαραίτητο να θέσει υπόψη μου τον υπάρχοντα φάκελο για το θέμα και να χρηματοδοτήσει μετάβαση στο μνημείο για να κάνω αυτοψία. Αυτό τον εξερέθισε και με παρέπεμψε να δικαστώ (μαζί με τον κ. Ρωμανό και τον μακαρίτη Λαμπράκη)».
Τι κλίμα επικράτησε στη δίκη, ποια ήταν τα πρόσωπα που σας υποστήριξαν και ποιοι βρέθηκαν απέναντι σας;
«Το κλίμα στη δίκη μου ήταν κυριολεκτικά πανηγυρικό, αφού και οι μάρτυρες κατηγορίας με υποστήριξαν, -πλην ενός.
Μάρτυρες υπεράσπισης υπήρξαν πολλοί εντός και εκτός αιθούσης του δικαστηρίου. Σημειώνω τον καθ. Αναστάσιο Ορλάνδο (με θερμή επιστολή που με εξουσιοδοτούσε να καταθέσω στο δικαστήριο, εν γνώσει του ότι ήμουν αριστερός), ο καθ. Λίνος Πολίτης, ο καθ. Δημήτριος Πάλλας, ο καθ. Χαράλαμπος Μπούρας, ο αιματολόγος Μικές Παϊδούσης.
Από τους μάρτυρες κατηγορίας θυμάμαι τρεις που με υποστήριξαν α) ο δήμαρχος Ηρακλείου Γιάννης Βογιατζάκης, πολιτικός μηχανικός, β) ο διευθυντής Αρχαιοτήτων Στέφανος Κουμανούδης, ο οποίος μάλιστα σε επίδειξη απόλυτης υποστήριξής μου, κατέθεσε ενώπιον του δικαστηρίου την παραίτησή του από τη θέση του, και γ) ο καθηγητής Θεοδόσιος Τάσιος».
Ποια ήταν τα επιχειρήματα που προβάλλατε εσείς για τη σωτηρία του ναού και τι ισχυρίστηκε η άλλη πλευρά;
«Κατέθεσα ότι το ονομαζόμενο Βαλιδέ Τζαμί δεν ήταν παρά ο ναός San Salvatore (ναός του Σωτήρος) μοναδικό γοτθικό μνημείο πλήρως διατηρούμενο και ότι δεν ήταν ετοιμόρροπο.
Με κατηγόρησαν ότι με την ενέργειά μου υπήρχε φόβος να διαταραχτούν οι σχέσεις της χώρας μας με την Ιταλία και την Τουρκία».
Τι αποφάσισε το δικαστήριο και ποιο ήταν το στοιχείο που κατά την άποψή σας έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην τελική έκβαση της δίκης;
«Με αθώωσε το δικαστήριο (ή με απήλλαξε, δεν θυμάμαι ακριβώς), αφού είχα τόση και τέτοια υποστήριξη».
Ποιες ήταν οι σκέψεις σας όταν μάθατε ότι τελικά το μνημείο κατεδαφίστηκε;
«Το δυστύχημα είναι ότι δεν πετύχαμε να διασωθεί το μνημείο. Αποδείχθηκε δε εκ των πραγμάτων ότι ήταν εξαιρετικά στέρεο, αφού η κατεδάφισή του ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Έτσι χάθηκε ένας σημαντικός κρίκος της ιστορίας του Χάντακα, που είχε επιδείξει την υπέροχη αντοχή επί 24 χρόνων (1645-1669), όταν ολόκληρη η άλλη Κρήτη αλώθηκε σε δυο χρόνια από τους Οθωμανούς. Παράλληλα, δε, απωλέσαμε το κυριολεκτικά μοναδικό ανέπαφο γοτθικό μνημείο στην Ελλάδα, υπερελλαδικής, ευρωπαϊκής σημασίας».
Το χρονικό της κατεδάφισης του ναού
Ο ναός του Σωτήρα, γνωστός στους παλιούς Ηρακλειώτες ως Βαλιδέ Τζαμί, κάλυπτε ολόκληρο το νότιο τμήμα της πλατείας Κορνάρου. Ήταν ένα επιβλητικό κτίριο που έστεκε περήφανα ακριβώς πίσω από τον Κουμπέ και την κρήνη Μπέμπο καταλαμβάνοντας 40 μέτρα μήκος και 15 μέτρα πλάτος.
Χτίστηκε από τους Ενετούς και αποτελούσε το μοναδικό μνημείο γοτθικής ναοδομίας σε ολόκληρη την Κρήτη. Λειτούργησε ως ναός για όλη την περίοδο της ενετικής κυριαρχίας και όταν ο Χάνδακας (Ηράκλειο) έπεσε στα χέρια των Τούρκων μετατράπηκε σε τέμενος της Βαλιδέ Σουλτάνας.
Οι Τούρκοι σεβάστηκαν το μνημείο και δεν έκαναν καμία αρχιτεκτονική παρέμβαση παρά μικρές προσθήκες (όπως έναν μιναρέ) για να καλύψουν τις θρησκευτικές τους ανάγκες. Αργότερα το επιβλητικό αυτό μνημείο στέγασε τους Έλληνες πρόσφυγες μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1923 και μετέπειτα φιλοξένησε σχολεία της πόλης. Στις 11 Μαρτίου του 1970 βγήκε στον αέρα η προκήρυξη της κατεδάφισής του που έγινε λίγους μήνες αργότερα.
Ποιος είναι ο Αργύρης Πετρονώτης
Ο Αργύρης Πετρονώτης γεννήθηκε στην Τρίπολη Αρκαδίας τον Απρίλιο του 1924 και είναι γιος του Παναγιώτη Αποστολόπουλου ή Πετρονώτη και της Ευθυμίας Φατούρου.
Έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και ήταν Καπετάνιος της Υποδειγματικής Ομάδας ΕΠΟΝ του 11ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ. Έζησε το κολαστήριο της Μακρονήσου και στη συνέχεια παρά τις δυσκολίες που είχε με το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, σπούδασε και πήρε τρεις πανεπιστημιακούς τίτλους.
Δίπλωμα Αρχιτέκτονος –Μηχανικού Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου ΕΜΠ, Πτυχίο Ιστορικού-Αρχαιολογικού Τμήματος ΕΚΠΑ, και τέλος Διδακτορικό (Dr. Ing) με άριστα Πολυτεχνείου Μονάχου.
Παράλληλα εργάσθηκε επαγγελματικά 25 χρόνια ως αρχιτέκτων και επιδόθηκε σε επιστημονικές μελέτες και δημοσιεύσεις. Μετά από την πτώση της Χούντας εργάστηκε στο Δημόσιο ως αρχιτέκτων στο ναό Επικουρίου Απόλλωνος Αρκαδίας (1975-1979).
Το 1979 προσλήφθηκε ως επιστημονικός βοηθός και έπειτα ως αναπληρωτής καθηγητής στην Πολυτεχνική Σχολή Α.Π.Θ. όπου και δίδαξε Ιστορία Αρχιτεκτονικής. Παράλληλα δημοσίευσε πλήθος βιβλίων και άρθρων.
Δίδαξε άμισθος εθελοντικά στη Σχολή Καλών Τεχνών Α.Π.Θ. Από το 1995 ασχολήθηκε με την ιχνηλάτηση των πεσόντων Αρκάδων το 1940/41’ και από το 2004 κατασκευάζει το πολυάνδριο μνημείο τους στην Τρίπολη με χορηγία της αδερφής του Κάντως, εσχάτως δε (2014) συμβάλλει στο έργο των Φίλων Λαϊκής Αρχιτεκτονικής «Άνθη της Πέτρας» (www. Anthitispetras.gr) στην Αρκαδία.
Πώς δρομολογήθηκε η κατεδάφιση του ναού
Η κατεδάφιση του ναού είχε αρχίσει να τροχοδρομείται αρκετό χρόνο πριν, όταν η επιτροπή σχεδίου πόλης ζήτησε να γίνει σημειακή τροποποίηση του σχεδίου πόλης στην πλατεία Κορνάρου, για να διευκολυνθεί η κίνηση των οχημάτων και για να αποκτήσει η πόλη κοινόχρηστους χώρους τους οποίους στερούνταν. Το υπουργείο απαντά αρνητικά σε πρώτη φάση, τονίζοντας ότι θα πρέπει να περισωθεί ο ναός του Σωτήρα και να αναστηλωθεί.
Όμως τα πράγματα αρχίζουν να παίρνουν άλλη τροπή μετά από επίσκεψη του τότε διευθυντή Αρχαιοτήτων, Σπ. Μαρινάτου, στο Ηράκλειο, ο οποίος μετά από συνάντηση με τοπικούς φορείς τάχθηκε κατηγορηματικά υπέρ της κατεδάφισης του μνημείου τονίζοντας ότι «το κτίριο έπαυσε να έχει την ιστορική του αξία». Ακολούθησαν δημοσιεύματα του τοπικού τύπου που περιέγραφαν το μνημείο ως ετοιμόρροπο, γεγονός που ενεργοποίησε τη Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών του νομού, που μετά από αυτοψία διαπίστωσε ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις έλλειψης στατικής επάρκειας.
Το επίμαχο θέμα συζητείται κατ΄ επανάληψη στο Δημοτικό Συμβούλιο, ώσπου στις 10 Φεβρουαρίου ο τότε δήμαρχος Βογιατζάκης παρουσιάζει στο Σώμα επιστολή του Παττακού με την οποία ζητούσε την κατεδάφιση του μνημείου και τη μετατροπή του σε χώρο πρασίνου, αφού πρώτα μια τριμελής επιτροπή μηχανικών θα ήλεγχε τον ναό και θα συγκροτούσε σχετική έκθεση για τη στατική του επάρκεια.
Το πόρισμα της επιτροπής, όπως είναι αντιληπτό ήταν προδιαγεγραμμένο. Ωστόσο στα αξιοσημείωτα της υπόθεσης είναι ότι ένας από τους τρεις μηχανικούς που ήλεγξαν τον ναό και τον έκριναν ετοιμόρροπο είχε υπογράψει και στον πρώτο έλεγχο του μνημείου, η έκθεση του οποίου, διαβεβαίωνε ότι δεν εμφανίζει κανένα πρόβλημα στατικής επάρκειας.
Ο διορισμένος δήμαρχος Ι. Βογιατζάκης ο οποίος δρομολόγησε με συνέπεια τα σχέδια της χούντας σε δηλώσεις του σχολίαζε ότι «το 95% της κοινής γνώμης του Ηρακλείου είναι υπέρ της κατεδάφισης. Σαν δήμαρχος προτείνω την κατεδάφιση ως ιδιώτης την παραμονή του».
Μάλιστα σε άλλη δήλωσή του περιέγραφε γλαφυρά όλο το παρασκήνιο της μεθόδευσης της κατεδάφισης τονίζοντας χαρακτηριστικά: «Η πόλις του Ηρακλείου εν τω συνόλω της δεν πρόκειται να έχει ωφέλειαν, τοιαύτην θα έχουν (και δη μεγάλην) μόνο οι νοτίως του κτιρίου ιδιοκτήται ακινήτων οίτινες εν πολλαίς εγείρων τον δημοσιογραφικόν θόρυβον και ων τα ακίνητα θα αποκτήσουν δεκαπλάσιαν αξίαν εκείνης ην σήμερον. Η ανωτέρω γνώμη μου όσον αφορά το κτήριο κατ΄ουδένα τρόπο θα μειώσει το ζήλον μου δια την επίσπευσιν και εφαρμογή οιασδήποτε ληφθεισόμενης επί του θέματος τούτου απόφασις του Δημοτικού Συμβουλίου».
ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ : Η χούντα μεθόδευσε το γκρέμισμα
Στις μαύρες εκείνες μέρες που η χούντα μεθόδευε το εγκληματικό σχέδιο κατεδάφισης του ναού, λίγοι αλλά σπουδαίοι άνθρωποι του πνεύματος και της επιστήμης στο Ηράκλειο όρθωσαν το ανάστημά τους και συγκρούστηκαν ευθέως με αυτούς που ήθελαν να βάλουν ταφόπλακα στο μνημείο.
Κορυφαίο ρόλο στον δύσκολο αυτό αγώνα είχε ο έφορος Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Μανόλης Μπορμπουδάκης ο οποίος έδωσε κατ’ επανάληψη σκληρές μάχες για να αποτρέψει την κατεδάφιση. Με αλλεπάλληλα κείμενά του τεκμηρίωνε την μοναδικότητα του μνημείου, την κορυφαία ιστορική αξία του και ζητούσε να διατηρηθεί και να λειτουργήσει ως Μουσείο Βυζαντινής ζωγραφικής.
Παράλληλα και άλλοι σημαντικοί Ηρακλειώτες ενεργοποιήθηκαν με κείμενα που δημοσιεύτηκαν στον τοπικό τύπο, με τα οποία ζητούσαν να μην κατεδαφιστεί ο ναός του Σωτήρα. Σε αυτούς τους ανθρώπους, όπως και στον Αργύρη Πετρονώτη, η πόλη χρωστάει πολλά…
Ανάμεσά τους ο γυμνασιάρχης, φυσικός και σπηλαιολόγος Ελευθέριος Πλατάκης, ο ιστορικός ενετολόγος Στέργιος Σπανάκης, ο ιστοριοδίφης τουρκολόγος Νικόλαος Σταυρινίδης, ο αρχιμανδρίτης Θεοδ. Τζεδάκης, η οδοντίατρος Αλίκη Σουργιαδάκη, ο φιλόλογος Ελευθέριος Κορνάρος, ο καθηγητής Πανεπιστημίου Φώτης Καφάτος, ο Μηνάς Τσαγκαράκης, ο Εμμ. Πετράκης και άλλοι.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του Φ.Καφάτου, ο οποίος σε επιστολή του έγραφε μεταξύ άλλων: «Με πικρία και αγανάκτηση παρακολούθησα τούτες τις μέρες τα γινόμενα με το Ναό του Σωτήρα. Σαν Ηρακλειώτης με ρίζες ένιωσα να κόβουν ένα κομμάτι της σάρκας μου και πόνεσα…
Μα δε βλέπουν οι άνθρωποι πως η κατεδάφιση είναι ένα σφάλμα ολέθριο; Όταν τελειώσουμε την εξαφάνιση των μνημείων, όταν «μοντερνοποιήσουμε» πια την πόλη … τι θα μείνει να τραβήξει τον ξένο;
Σε κτήρια όπως το Ναό του Σωτήρα πρέπει να φτιάξουμε τις καινούριες μας πινακοθήκες, τα αμφιθέατρα των μελλοντικών μας Πανεπιστημίων την αίθουσα της μουσικής και των διαλέξεων. Αλίμονο αν οι τυφλοί μας πείθουν και τα σβήνουμε. Ξοφλήσαμε».
Πηγή: patris.gr