Κορυφαίοι οικονομολόγοι του ΔΝΤ τοποθέτησαν την περασμένη εβδομάδα μια ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια του κυρίαρχου οικονομικού δόγματος. Ανεπαισθήτως εξέδωσαν το πιστοποιητικό θανάτου του νεοφιλελευθερισμού.
Για να διασφαλίσουν τον πλούτο τους κάποιοι προσπαθούν να επιβάλουν ρύθμιση στη δημοκρατία αντί στον καπιταλισμό
Ταρίκ Αλί
Σε μια από τις γνωστότερες ιστορίες του Αστερίξ, οι περίφημοι πειρατές αρχίζουν να βυθίζουν μόνοι τους το πλοίο τους μπροστά στους Γαλάτες, που τους παρακολουθούν εμβρόντητοι. Η ίδια έκφραση ειλικρινούς απορίας πρέπει να σχηματίστηκε την περασμένη Πέμπτη και στα πρόσωπα χιλιάδων οικονομολόγων και αναλυτών που παρακολούθησαν το ΔΝΤ να βυθίζει τη ναυαρχίδα του «πειρατικού» στόλου του: του νεοφιλελευθερισμού.
Σε έκθεσή τους με τίτλο «Ο υπερτιμημένος νεοφιλελευθερισμός», τρεις κορυφαίοι οικονομολόγοι από το τμήμα ερευνών του ΔΝΤ (Jonathan D. Ostry, Prakash Loungani, και Davide Furceri) έβαλαν μια βόμβα στα θεμέλια του οικονομικού δόγματος το οποίο ακολουθεί η ανθρωπότητα τις τελευταίες τρεις δεκαετίες.
Στην έκθεση (την οποία παρουσίασε ο Μπάμπης Μιχάλης στην «Εφ.Συν.») αμφισβητούν την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, τις πολιτικές δημοσιονομικής εξυγίανσης και του μικρότερου κράτους – που αποτελούσαν το άγιο δισκοπότηρο για τους οπαδούς του Μίλτον Φρίντμαν, του Ρόναλντ Ρέιγκαν και της Μάργκαρετ Θάτσερ.
Η έκθεση συμπεραίνει μεταξύ άλλων ότι στο 20% των περιπτώσεων που σημειώθηκε μεγάλη εισροή κεφαλαίων σε μια οικονομία ακολούθησε δραματική κρίση που οδήγησε σε οικονομική συρρίκνωση και ύφεση.
Παρά το γεγονός ότι οι τρεις οικονομολόγοι κάνουν σαφή διάκριση ανάμεσα στη βραχυχρόνια κίνηση κεφαλαίων (βλ. σπέκουλα) και στις μεγάλες άμεσες επενδύσεις (βλ. εγκατάσταση πολυεθνικών), το συμπέρασμά τους καταρρίπτει το ιδεολόγημα ότι η απελευθέρωση των αγορών κεφαλαίου οδηγεί αναπόδραστα στην ανάπτυξη.
Σαν να μην ήταν αυτό αρκετό για να αρχίσουν να τρίζουν τα κόκαλα του Μίλτον Φρίντμαν, η έκθεση επισημαίνει ότι η νεοφιλελεύθερη πολιτική οδηγεί σε γιγάντωση της οικονομικής ανισότητας, η οποία με τη σειρά της δυσχεραίνει ή ακυρώνει πλήρως την ανάπτυξη.
Η επίθεση στον νεοφιλελευθερισμό συνεχίζεται όμως και με κριτική στην αυστηρή δημοσιονομική πολιτική που ακολουθείται τα τελευταία χρόνια. «Στην πράξη, ύστερα από επεισόδια δημοσιονομικής εξυγίανσης», αναφέρεται στην έκθεση, «ακολούθησαν υφέσεις και όχι ανάπτυξη» με συνακόλουθη αύξηση της ανεργίας.
Ως παράδειγμα η έκθεση αναφέρει ότι η προσπάθεια μείωσης του δημοσίου χρέους από το 120% (περίπου δηλαδή όσο ήταν και το ελληνικό χρέος προ μνημονίων) στο 100% έχει ελάχιστες θετικές συνέπειες, ενώ μπορεί να επιφέρει πολύ σοβαρή ζημιά στην ανάπτυξη.
Η έκθεση του ΔΝΤ αντιμετωπίστηκε σαν βόμβα στα θεμέλια του κυρίαρχου οικονομικού συστήματος από όσους αναλυτές κατάφεραν να διαβάσουν γρήγορα ανάμεσα στις γραμμές των συμπερασμάτων. «Είμαστε μάρτυρες του θανάτου του νεοφιλελευθερισμού» έγραφε η βρετανική εφημερίδα «Guardian», ενώ και οι «Financial Times» δυσκολεύονταν να κρύψουν την έκπληξή τους.
Προφανώς οι πρακτικές συνέπειες του νέου τρόπου σκέψης δεν θα γίνουν άμεσα αντιληπτές. Οπως εξηγούσε άλλωστε ο επικεφαλής οικονομικός αναλυτής του «Guardian», Αντίτια Τσακραμπόρτι, μετά το 2008 έχουμε συνηθίσει άλλα να προτείνουν οι ερευνητές του ΔΝΤ και άλλη πολιτική να εφαρμόζει τελικά το Ταμείο.
Σε κάθε περίπτωση, το ΔΝΤ και μέσω αυτού οι αμερικανικές οικονομικές ελίτ δείχνουν ότι μπορούν να συζητήσουν την αλλαγή του κυρίαρχου οικονομικού δόγματος, στον βαθμό που δεν επηρεάζει τους πραγματικούς κανόνες του παιχνιδιού, δηλαδή το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής.
Αλλωστε ο νεοφιλελευθερισμός δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια φάση του καπιταλισμού, όπως ο φασισμός (για τις συνθήκες που προηγήθηκαν του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου) ή ο κεϊνσιανισμός (για τις καλές ημέρες της μεταπολεμικής ανάπτυξης).
Αυτοί που πραγματικά θα έπρεπε όμως να νιώθουν τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια τους (αν είχαν στοιχειώδη αντίληψη της οικονομικής πραγματικότητας) είναι οι θιασώτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, για την οποία ο νεοφιλελευθερισμός δεν αποτελεί απλώς μια φάση αλλά δομικό στοιχείο της ύπαρξής της.
Οπως μας εξηγούσε ο Γιώργος Βασσάλος, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, «η Ε.Ε. έχει στηρίξει όλη τη νομοθεσία της στον χρηματοπιστωτικό τομέα σε μια θεωρία που διατυπώθηκε το 1998 από τους Αμερικανούς οικονομολόγους Ross Levine και Sara Zervos.
Η θεωρία αυτή έλεγε ότι η αύξηση και η διεθνοποίηση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών θα ωφελούσαν την ανάπτυξη καθώς, όπως υποστήριζαν, υπάρχει μια στατιστική αναλογία ανάμεσα στα δύο». Η άποψη αυτή αποτέλεσε οδηγό για την πλήρη απελευθέρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών στην Ευρώπη όλη τη δεκαετία του 2000 μέχρι το 2008, η οποία γιγάντωσε τις αγορές παραγώγων και κρατικών ομολόγων. Αυτή ακριβώς η διαπίστωση όμως καταρρίφθηκε με κρότο στην πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ.
Ο νεοφιλελευθερισμός άλλωστε, όπως μας εξηγούσε η Βρετανίδα οικονομολόγος Αν Πέτιφορ στο ντοκιμαντέρ «This is Not a coup», είναι δομικά ενταγμένος στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του '90 με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. «Οσο κι αν έψαξα», μας έλεγε χαρακτηριστικά η Πέτιφορ, «δεν βρήκα έναν τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν να τροποποιηθούν οι συνθήκες της Ε.Ε.».
Σαν τον φτωχό συγγενή του αμερικανικού καπιταλισμού, οι ευρωπαϊκές οικονομικές ελίτ έστησαν το μαγαζί τους για να μπορεί να λειτουργεί μόνο στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού.
Και τώρα που οι δημιουργοί της συγκεκριμένης ιδεολογίας εξετάζουν το ενδεχόμενο να την εγκαταλείψουν, οι Ευρωπαίοι κινδυνεύουν να μετατραπούν στην τελευταία νεοφιλελεύθερη αποικία – όπως λέμε τελευταία σοβιετική δημοκρατία.