1. Η αρπαγή της γης
Το 2012 Ολλανδοί καθηγητές οικονομικών και ενέργειας πρότειναν για τις χώρες που πλήττονταν περισσότερο από την κρίση χρέους, τη μείωση του χρέους τους κατά 30% μέσω παραχωρήσεων για έργα Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Σύμφωνα με το σχέδιό τους θα ήταν δυνατή μια μείωση του χρέους κατά 30%, αν η Ιρλανδία προσέφερε λιγότερο από 1%, η Πορτογαλία περίπου 1% και η Ελλάδα περίπου 2% της συνολικής επιφάνειάς της ως παραχώρηση για την παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας. Η Οικονομική και Νομισματική Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζήτησε τότε, να εξεταστεί σοβαρά αυτό το σχέδιο, ενώ η πρόταση είχε τύχει θετικών αντιδράσεων από Φιλελεύθερους Δημοκράτες, Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινους ευρωβουλευτές.[1]
Η δημοσιοποίηση της πρότασης έκανε πολύ μεγάλη αίσθηση στη χώρα μας, δημιουργώντας συνειρμούς για Ειδικές Οικονομικές Ζώνες σε καθεστώς νέο-αποικιοκρατίας. Ωστόσο, ελάχιστοι γνώριζαν τότε ότι στην Ελλάδα, ήδη από το 2008, είχε εγκριθεί Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο που προέβλεπε διαθέσιμη γη για εγκατάσταση αιολικών σταθμών ίσο με το 4% – 8% κάθε Δήμου, ενώ για τους φωτοβολταϊκούς σταθμούς δεν προβλέπεται κανένα όριο. Στη συνέχεια εξελίχθηκε η επέλαση εγχώριων και μη, ιδιωτικών αλλά και κρατικών εταιρειών κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρίς όμως μέχρι σήμερα και παρά την πληθώρα των έργων που έχουν υλοποιηθεί, να έχουν καλυφθεί τέτοια ποσοστά παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις όπως στην πολύπαθη Εύβοια. Τα ποσοστά αυτά είναι τεράστια. Αξίζει να σημειωθεί ότι στη Γερμανία, μια χώρα που μαζί με τη Δανία και το Ηνωμένο Βασίλειο οδήγησαν ιστορικά την ανάπτυξη της αιολικής ενέργειας, προβλέπεται η διάθεση του 2% της γης για εγκατάσταση αιολικών σταθμών.[2]
Όπως γράφει ο Κωστής Χατζημιχάλης «Η σημερινή υφαρπαγή γης σε παγκόσμια κλίμακα νομιμοποιείται με τη βοήθεια καταστροφικών διηγήσεων, προβλέψεων και απειλών για ελλείψεις πόρων, όπως η τροφή και η ενέργεια, οι οποίες θα προκύψουν από την κλιματική αλλαγή και για κινδύνους από φυσικές καταστροφές, ακόμα και από τρομοκρατικές επιθέσεις. Η ανασφάλεια και ο φόβος που διασπείρουν περιλαμβάνουν και τις επιπτώσεις από τις χρεοκοπίες κάθε είδους και τις συνέπειες από το δημόσιο χρέος.».[3]
Στη χώρα μας, που ασκεί πρωταθλητισμό στην υλοποίηση της ευρωπαϊκής πολιτικής επιδεικνύοντας «αυξημένο βαθμό φιλοδοξίας σε σχέση με τους κεντρικούς ευρωπαϊκούς στόχους», οι εφαρμογές είναι ακόμα πιο βίαιες απ’ ότι στην Ευρώπη. Οι κυβερνήσεις μας με διάφορα νομοθετήματα προαγωγής της ενεργειακής μετάβασης με όρους εμπορευματοποίησης της ενέργειας, με κατάλληλες οικονομικές ρυθμίσεις, φορολογικά μέτρα και κίνητρα και με καθορισμό «κατάλληλων χωροταξικών ρυθμίσεων», έδωσαν γη και ύδωρ στα κάθε είδους ενεργειακά έργα, δάση, βουνά, νησιά, αγροτική γη και θάλασσα.[4]
Η Ελλάδα εμφανίζεται σήμερα ως η νέα ηγέτιδα της ηλιακής ενέργειας στην Ευρώπη καθώς το 2023, είχε το υψηλότερο μερίδιο ηλιακής ενέργειας στο μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής σε ποσοστό 19%, ακολουθούμενη από την Ουγγαρία (18%) και την Ισπανία (17%).[5] Το γεγονός αυτό καταδεικνύει ότι η χώρα μας αποτελεί ταυτόχρονα και το τραγικότερο υπόδειγμα χώρας με τη μεγαλύτερη κατάληψη αγροτικής γης αλλά και άλλων περιοχών όπου θα έπρεπε να προστατεύεται το περιβάλλον.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της Καθημερινής (2020): «Μια νέα μάχη έχει ξεσπάσει στον Θεσσαλικό Κάμπο με αντικείμενο τις αγροτικές ιδιοκτησίες και πρωταγωνιστές μεγάλες ξένες και εγχώριες εταιρείες από τον κλάδο των ΑΠΕ, συμβούλους, μεσίτες, «πειρατές», «κατασκόπους» και… σεΐχηδες. Έπειτα από 100 και πλέον χρόνια από την ιστορική μάχη του Κιλελέρ και την απόφαση για διανομή του κλήρου των γαιοκτημόνων, οι διάσπαρτες αγροτικές ιδιοκτησίες του Θεσσαλικού Κάμπου επανενώνονται για να φιλοξενήσουν φωτοβολταϊκά πάρκα, η εγκατάσταση των οποίων προϋποθέτει εκτάσεις χιλιάδων στρεμμάτων.».[6] Στη Βαλαώρα, το μεγαλύτερο κτηνοτροφικό χωριό της Ευρυτανίας και στη Λειβαδιά (2020)[7] στην Κοζάνη και στις Σέρρες, στην Ελασσόνα και στο Αγρίνιο (2022)[8] και πιο πρόσφατα στο Νευροκόπι και στη Δράμα (2024)[9] οι αντιδράσεις παραγωγικών φορέων είναι έντονες. Στη Λάρισα ξεκίνησε εισαγγελική έρευνα για τα φωτοβολταϊκά που ξεφυτρώνουν συνεχώς σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις του Θεσσαλικού κάμπου.
Και όσο κι αν φαίνεται παράξενο, κατά την Public Issue που ανάρτησε μια πολύ ενδιαφέρουσα σύνοψη δεδομένων με τίτλο «Η γνώμη για τις Ιδιωτικοποιήσεις στις έρευνες της Public Issue, 1998-2022», ανατρέπεται η επικρατούσα άποψη ότι η πλειοψηφία της κοινωνίας επικροτεί τις ιδιωτικοποιήσεις των βασικών κοινωνικών αγαθών και συγκεκριμένα της ηλεκτρικής ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών και του νερού. Τα 2/3 των Ελλήνων πολιτών (66%) πιστεύουν ότι η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ δεν ωφέλησε αλλά αντιθέτως έβλαψε τους καταναλωτές. Το ίδιο πιστεύει το 42% των πολιτών για την ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ και η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών, το 74%, δηλαδή 3 στους 4 πολίτες, διαφωνεί με το ενδεχόμενο ιδιωτικοποίησης των εταιρειών ύδρευσης.[10]
2.Η ενεργειακή μετάβαση ως καπιταλιστική αναδιάρθρωση
Μπορεί σήμερα να παρουσιάζεται ότι η κλιματική αλλαγή έχει ανάγκη τα έργα Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, αλλά το ιστορικό της πολιτικής της Ευρώπης για ευρεία χρήση τους αποδεικνύει ότι ήταν τα έργα Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας που είχαν την ανάγκη να εργαλειοποιηθεί η κλιματική αλλαγή. Αυτό προκύπτει από την Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, «Προς μια Ευρωπαϊκή στρατηγική για την ασφάλεια του εφοδιασμού» (2000), όπου καταγράφεται ότι το πρόβλημα αύξησης των διεθνών τιμών του πετρελαίου που προκαλούσε η αύξηση της ζήτησης στις αναπτυσσόμενες χώρες, θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί «εφόσον καταβληθούν προσπάθειες σε διεθνές επίπεδο για την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και την ενεργειακή αποτελεσματικότητα, για παράδειγμα στο πλαίσιο της καταπολέμησης της αλλαγής του κλίματος.».[11]
Η ενεργειακή μετάβαση ξεκίνησε σε μια συγκυρία όπου η Ευρώπη, ο δεύτερος καταναλωτής παγκόσμια και πρώτος εισαγωγέας ενεργειακών προϊόντων με εγκατεστημένη ισχύ μονάδων 600 GW το 2000, βρισκόταν μπροστά σε μια συγκυρία αντικατάστασης σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ισχύος περίπου 300 GW που είχαν ολοκληρώσει τον κύκλο ζωής τους, αλλά και εγκατάστασης νέων σταθμών ισχύος 200-300 GW για την κάλυψη της αύξησης της κατανάλωσης, την εικοσαετία 2000-2020. Επέλεξαν τότε το φυσικό αέριο -αν και γνώριζαν ότι αποτελούσε κίνδυνο για «μια νέα εξάρτηση»- και τα έργα Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και βέβαια, την «απελευθέρωση» της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, για να ελέγξουν την ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης. Η εξάρτηση αυτή το 2000 ήταν 50% και υπήρχε φόβος ότι, χωρίς κατάλληλα μέτρα, σε 20 με 30 χρόνια το ποσοστό θα ανέβαινε σε 70%. Μετά από είκοσι χρόνια μεταρρυθμίσεων, από επίσημη έκθεση της Κομισιόν προκύπτει ότι το 2018 η Ευρώπη αντιμετώπιζε εντονότερο πρόβλημα ενεργειακής εξάρτησης σε σχέση με το 2000, ύψους 58,2% και αυτό οφείλονταν στην εισαγωγή ορυκτών καυσίμων και φυσικού αερίου![12]
Όπως γράφει ο Β. Πανουσόπουλος[13] «Οι αναλυτές του ενεργειακού κλάδου, παραβλέπουν το γεγονός ότι η ενεργειακή μετάβαση αποτελεί μια μορφή οικονομικής μετάβασης. Έτσι, οι αναλυτές αδυνατούν να κατανοήσουν τα αίτια των οικονομικών προβλημάτων που προκαλούνται στην πορεία της ενεργειακής μετάβασης δηλαδή, την αύξηση των τιμών ενέργειας, το έλλειμμα παραγωγής, τη χαμηλή παραγωγικότητα, τις κερδοσκοπικές επιδιώξεις πολλών «επενδυτών» και τις πολιτικοοικονομικές συγκρούσεις των αντίθετων οργανωμένων συμφερόντων. Όμως, τα προβλήματα της ενεργειακής μετάβασης μπορούν εύκολα να ερμηνευθούν από τη θεωρία και την εμπειρία της οικονομικής μετάβασης. … Η μεγάλη χρονική διάρκεια της ενεργειακής μετάβασης (2020 – 2050) πιθανόν να προκαλέσει σημαντικά προβλήματα στις εθνικές οικονομίες. Δεν έχει υπάρξει ιστορικό προηγούμενο να επιδιωχθεί οικονομική μετάβαση με τόση μεγάλη χρονική διάρκεια και, με την υλοποίηση μετρήσιμων ανά περιόδους μεταβατικών στόχων. Αυτό και μόνο γραφειοκρατικοποιεί την όλη διαδικασία και θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο την πορεία της ενεργειακής μετάβασης αλλά και την οικονομική ανάπτυξη των κρατών. Σε αυτό το πλαίσιο, η τρέχουσα ενεργειακή κρίση θα πρέπει να ερμηνευθεί ως το αποτέλεσμα της ενεργειακής μετάβασης. Δυστυχώς, για το σύνολο των αναλυτών του κλάδου της ενέργειας, δεν είναι η ενεργειακή μετάβαση αλλά είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία και η συμπεριφορά της Ρωσίας, οι βασικοί παράγοντες της τρέχουσας ενεργειακής κρίσης.».[14]
Κατά τους Γρ. Στεργιούλη και Σπ. Μιχαλακάκη:[15] «Όπως και κάθε μεγάλη δομική αλλαγή, η ενεργειακή μετάβαση έχει κινδύνους:
Α. Ο πρώτος κίνδυνος είναι η ενεργειακή μετάβαση να ωφελήσει λίγους και να δημιουργήσει ένα νέο καθεστώς ενεργειακής φτώχειας. Και το κόστος να το πληρώσουν οι πολλοί.
Β. Ο δεύτερος κίνδυνος είναι η ενεργειακή μετάβαση να κάνει την Ελλάδα και πάλι έναν απλό καταναλωτή εισαγόμενης τεχνογνωσίας και τεχνολογίας και η προστιθέμενη αξία στη χώρα να είναι σχεδόν μηδενική.
Γ. Ο τρίτος κίνδυνος είναι ο ρυθμός της μετάβασης να είναι τέτοιος που θα καταστρέψει τις υπάρχουσες ενεργειακές υποδομές πολύ πριν να είναι έτοιμες οι καινούργιες που θα τις αντικαταστήσουν, με καταστροφικά οικονομικά και κοινωνικά αποτελέσματα (μια γεύση των οποίων παίρνουμε αυτή την εποχή).».[16]
Είναι πολύ εντυπωσιακό ότι προσεγγίσεις όπως αυτές παραπάνω, που θυμίζουν επισημάνσεις επιστημόνων για την ανασυγκρότηση μετά από τον β’ παγκόσμιο πόλεμο, δεν γίνονται σήμερα από κανένα πολιτικό κόμμα, αλλά μόνο από στελέχη του κλάδου της ενέργειας.
3. Ο ρόλος της χώρας μας
Εδώ και πολλά χρόνια, στη χώρα μας δεν παράγεται πολιτική αλλά μόνο τεχνοκρατικές διαχειριστικές δράσεις σε στενούς κύκλους «ειδικών» που, επικαλούμενοι την επιστήμη και την τεχνολογία, αποκλείουν σταδιακά όλους αυτούς που παραδοσιακά συμμετείχαν αλλά και λογοδοτούσαν. Οι επεξεργασίες αυτές εναρμονίζονται με τους σχεδιασμούς της Δύσης, όπως αυτοί προκύπτουν από τον εκάστοτε συσχετισμό συμφερόντων ισχυρών κρατών και μονοπωλιακών ομίλων και λόμπι.
Αναρωτιέται κανείς σε τι έχουν ωφελήσει οι επενδύσεις μισού αιώνα –με την ευρεία έννοια και όχι μόνο την οικονομική- σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα και σε ανθρώπινο δυναμικό, όταν δεν παράγονται όχι μόνο ριζοσπαστικές προτάσεις που να συνάδουν με την ταυτότητα της χώρας μας, αλλά ούτε καν καταλληλότερες και συμφερότερες προτάσεις στα πλαίσια της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες που προκύπτουν από την ταυτότητα αυτή.[17]
Ελέω νεοφιλελευθερισμού «Κατά τον ορισμό του νόμου 4001/2011 μακροπρόθεσμος ενεργειακός προγραμματισμός είναι «ο προγραμματισμός των επενδυτικών αναγκών όσον αφορά το δυναμικό παραγωγής, μεταφοράς και διανομής σε μακροπρόθεσμη βάση, προκειμένου να καλύπτεται η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας στο σύστημα και να εξασφαλίζεται ο εφοδιασμός των πελατών». Ο ορισμός αυτός δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι ο προγραμματισμός δεν συνδέεται με τις κοινωνικές αλλά με τις επενδυτικές ανάγκες, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ο εφοδιασμός πελατών και όχι πολιτών!».[18]
Κατά τον Στ. Λουμάκη, πρόεδρο του Συνδέσμου Παραγωγών Ενέργειας με Φωτοβολταϊκά (ΣΠΕΦ) η παραγωγή ενέργειας από Φωτοβολταϊκούς Σταθμούς αποτελεί πλέον μια «φούσκα». Δηλώνει ότι έχουμε ξεπεράσει κάθε όριο κατανάλωσης και τώρα οι πράσινες μεγαβατώρες είτε δεν αποζημιώνοντα λόγω μηδενικών χονδρεμπορικών τιμών είτε περικόπτονται σε καθημερινή βάση όταν έχει έντονη ηλιοφάνεια, λόγω ανεπαρκούς ζήτησης για ρεύμα. Αν μάλιστα υλοποιηθούν και όσα έργα έχουν λάβει όρους σύνδεσης, προβλέπει μαζικές πτωχεύσεις παραγωγών, πλην των καθετοποιημένων, δηλαδή όσων απολαμβάνουν πρόσβαση στη λιανική, οπότε έχουν την δυνατότητα για πρόσθετα έσοδα.».[19]
Το υπουργείο και το ενεργειακό λόμπι επαναλαμβάνουν μονότονα ότι μόνο ένα μικρό μέρος των έργων θα υλοποιηθεί. Όμως ακόμα κι αν έτσι τελικά γίνει, τα πολύγωνα των ενεργειακών έργων, για τα οποία απαιτούνται τεράστιες εκτάσεις γης, κρατούν αιχμάλωτους τους τόπους, δεσμεύουν τη γη και οδηγούν σε εγκατάλειψη παραγωγικών δραστηριοτήτων με συνέπεια την απώλεια θέσεων εργασίας που τα ενεργειακά έργα δεν αναπληρώνουν ούτε στο ελάχιστο. Πρόκειται για την πιο εκτεταμένη τροποποίηση χρήσεων γης που έχει γίνει ποτέ στη χώρα.
Ωστόσο η αυτορρύθμιση παραμένει άγνωστη λέξη στην αγορά που δεν λέει να λάβει τα σινιάλα από τις συνεχείς ώρες με μηδενικές τιμές και τις αλλεπάλληλες περικοπές. Το σύνολο των έργων που περιμένουν στην «ουρά» για να πάρουν όρους σύνδεσης φτάνει πλέον τα 43-44 GW. Συμπεριλαμβάνοντας και τα εν λειτουργία έργα ΑΠΕ (12,5 GW), προκύπτει το νούμερο των 55,5 – 56,5 GW, που είναι πάνω από τους στόχους του 2030 (23,5 GW), αλλά και του 2050, (54,4 GW).
Στους πρώτους τέσσερις μήνες του 2024, οι ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας που δεν εγχύθηκαν στο σύστημα, λόγω έλλειψης ζήτησης, άγγιξαν τις 228 Γιγαβατώρες, ξεπερνώντας τις περικοπές του 2023.[20]
Οι «επενδυτές» ζητούν όλο και περισσότερες διασυνδέσεις μέσα κι έξω από τη χώρα, κυνηγώντας το «όραμα» των εξαγωγών ενέργειας που όμως δε φαίνεται να επιτυγχάνεται. Σε πρόσφατο ενεργειακό Συνέδριο[21] ακούστηκε ότι έχουμε φτάσει στο σημείο να επιδοτούνται οι εξαγωγές από τους καταναλωτές. Ο Α. Πετροπουλέας, Διευθυντής Διαχείρισης Ενέργειας της Elpedison, λαμβάνοντας ως ημέρα αναφοράς την 25η Μαρτίου το μεσημέρι, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι την συγκεκριμένη ημέρα όπου η χώρα μας εξήγαγε 7.700 μεγαβατώρες σε χώρες όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Ουγγαρία, ο Έλληνας καταναλωτής πλήρωσε συνολικά 1.300.000 για τις μεγαβατώρες αυτές. Και τόνισε: «…Αυτό πρέπει να σταματήσει άμεσα, πρέπει να γίνουν κινήσεις άμεσα, η κατάσταση σε λίγο θα είναι μη αναστρέψιμη. Πρέπει να συζητήσουμε ποιες είναι οι ενεργειακές ανάγκες της χώρας αυτή την στιγμή και πόσα άλλα ΑΠΕ χρειάζονται, ιδιαίτερα φωτοβολταϊκά»… Ο ίδιος ανέφερε, πως δεδομένου ότι το αποτέλεσμα των εξαγωγών είναι αρνητικό και δεν επιφέρει αξία για την χώρα, πρέπει να βρεθούν τρόποι ώστε να μην κατευθύνεται αυτή η ενέργεια στο εξωτερικό.».[22]
Όμως το πρόβλημα δεν μόνο στενά οικονομικό. Η πολιτική «Ελλάδα – Ενεργειακός Κόμβος», η εφαρμογή της «ενεργειακής μετάβασης» στη χώρα μας, αναδιαρθρώνει βίαια το παραγωγικό πρότυπο της χώρας. Με την άλωση της υπαίθρου από ενεργειακά έργα, με τις διασυνδέσεις, τους αγωγούς και τις εξορύξεις, διακυβεύονται οι πολυτιμότεροι από τους πόρους, η γη και η θάλασσα. Η «λιγότερη Ελλάδα» χτίζεται και μέσα στα σύνορα της και οι πολίτες καλούνται να συναινέσουν στη λιτότητα[23] και να «βολέψουν» τη ζωή τους στα κενά που αφήνουν οι «επενδυτικές» προτεραιότητες, ενώ οι αντιδράσεις της κοινωνίας είναι όλο και εντονότερες.
Εισήγηση στο συνέδριο «Το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας στην τροχιά του 21ου αιώνα», Αθήνα, 18-19 Μαΐου 2024
Περιλαμβάνεται στα πρακτικά του συνεδρίου, εκδόσεις Α/συνέχεια, Νοέμβριος 2024
[1] Σχέδιο μείωσης του χρέους κατά 30% με παραχώρηση γης για πράσινη ενέργεια, energypress.gr
[2] Την αντικατάσταση χιλιάδων ανεμογεννητριών με μεγαλύτερες σχεδιάζει η Γερμανία, energypress.gr
[3] «Κρίση χρέους και υφαρπαγή γης», Κωστή Χατζημιχάλη, Εκδόσεις ΚΨΜ, σελ. 42
[4] Ο ενεργειακός σχεδιασμός ως πείραμα, vannasfakianaki.gr
[5] Ember: Ηγέτιδα της ηλιακής ενέργειας η Ελλάδα – Το άλμα της 4ετίας, ot.gr
[6] Πειρατές, κατάσκοποι και… σεΐχηδες στη Θεσσαλία, kathimerini.gr
[7] Αρπαγή γης για λόγους δημόσιας ωφέλειας!, vannasfakianaki.gr
[8] Φωτοβολταϊκά: αλλάζουν ραγδαία τη χρήση της αγροτικής γης, vannasfakianaki.gr
[9] Ηλεκτρικές διασυνδέσεις για εξαγωγή πλεονάζουσας ενέργειας, vannasfakianaki.gr
[10] Η κοινωνία είναι αντίθετη με τις ιδιωτικοποιήσεις των βασικών αγαθών, vannasfakianaki.gr
[11] Πράσινη Βίβλος – Προς μία ευρωπαϊκή στρατηγική για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, op.europa.eu σελ. 38
[12] Έκθεση Κομισιόν: Η Ευρώπη αντιμετωπίζει πρόβλημα ενεργειακής εξάρτησης, euractiv.gr
[13] Ο Βασίλειος Π. Πανουσόπουλος (1971) είναι Ειδικός Επιστήμονας, Οικονομολόγος- Διεθνολόγος, Βαθμός Α, στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ).
[14] Ενεργειακή Μετάβαση: Η θεωρία και η εμπειρία από την οικονομική μετάβαση, ot.gr
[15] Γρηγόρης Στεργιούλης Πρ. διευθύνων σύμβουλος του Ομίλου Ελληνικά Πετρέλαια Α.Ε. και Σπύρος Μιχαλακάκης Πρ. πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΒΡ Ελληνική Α.Ε.
[16] Ενεργειακή μετάβαση: Ευκαιρία ή εφιάλτης;, naftemporiki.gr
[17] Οι εξελίξεις στους σχεδιασμούς για την ενέργεια, vannasfakianaki.gr
[18] Προγραμματισμός επενδυτικών και όχι κοινωνικών αναγκών, vannasfakianaki.gr
[19] Υπό διαφορετική οπτική βλέπουν τα “φωτοβολταϊκά στο χωράφι” οι σύνδεσμοι ΣΠΕΦ και ΠΣΑΦ: Κοροϊδία ή δικαίωση;, energypress.gr
[20] Δεν φτάνουν στους επενδυτές τα «σινιάλα» της αγοράς – Αμείωτος και στον κύκλο Μαΐου ο ρυθμος αιτήσεων για όρους σύνδεσης ΑΠΕ στον ΑΔΜΗΕ – Κοντεύουν πλέον τα 44 GW όσα περιμένουν στην «ουρά», energypress.gr
[21] 5ο Power & Gas Forum
[22] Πετροπουλέας: Τι πληρώνουν οι Έλληνες για τα φωτοβολταϊκά – Μηδενικό το όφελος από τις εξαγωγές, energypress.gr