Η Ελένη για τα κοινά, της Βάννας Σφακιανάκη

Γράφτηκε από  Κατηγορία ΑΠΟΨΕΙΣ Παρασκευή, 09 Αυγούστου 2024 12:11

Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσει κανείς για την Ελένη, για το έργο της και για την προσωπικότητά της που καθόρισε αυτό το έργο.

Η Ελένη τα τελευταία χρόνια μελετούσε τις συναρθρώσεις (assemblages). Όπως γράφει η ίδια: «Η συνάρθρωση είναι μια διεργασία κατά την οποία ποικίλα ετερογενή συστατικά στοιχεί συν-έρχονται και συγκροτούν δυναμικές, προσωρινές και αναθεωρήσιμες, μη απλουστεύσιμες αλλά αποδομήσιμες συνθέσεις που εξυπηρετούν κάποιο σκοπό σε ένα κοινωνικό -οικολογικό περιβάλλον (socioecological milieu). […] Τα συστατικά στοιχεία μιας συνάρθρωσης, όπως άνθρωποι, έδαφος, νερό, κτήρια, υλικά θεσμοί, αξίες, έχουν σχετική αυτονομία και γι’ αυτό οι σχέσεις τους είναι σχέσεις εξωτερικότητας, συγκυριακά υποχρεωτικές, αντίθετα με τα «οργανικά σύνολα» όπου λογικά αναγκαίες σχέσεις εσωτερικότητας μεταξύ των συστατικών προσδιορίζουν το σύνολο.».[1]

Η Ελένη ανάμεσα τις συναρθρώσεις, ερευνούσε, προσπαθούσε να τις «διαβάσει» και αναλύοντάς τις να δημιουργήσει «οργανικά σύνολα» συμπερασμάτων, πιστή σ’ αυτά τα σύνολα αλλά και έτοιμη να τα αναθεωρήσει όποια στιγμή αυτό θα χρειαζόταν, να τα συμπληρώσει ή να τα επεκτείνει.

Το έργο της Ελένης είναι πολυδιάστατο, όμως περιστρέφεται πάντα γύρω από τα κοινά, υλικά και άυλα, κτίζεται τροφοδοτούμενο από ένα πάγιο σύνολο αρχών και αξιών, που το προσδιορίζει με συγκεκριμένο τρόπο σε κάθε ευκαιρία, στην πλούσια αρθρογραφία της.

Χαρακτηριστικά, «Διαβάζοντας τις στάχτες του φοινικόδασους της Πρέβελης…»[2] το 2010, εστιάζει σε τέσσερα γνωρίσματα «της προβληματικής κατάστασης που, κάποια στιγμή, θα οδηγούσε αναπόφευκτα στην καταστροφή».
«Γνώρισμα πρώτο: η προτεραιότητα του ιδιωτικού έναντι του συλλογικού, του ʽκοινούʼ…
Γνώρισμα δεύτερο: η απαξίωση του φυσικού, του αυθεντικού, του γηγενούς και η αποθέωση του τεχνητού, του αλλότριου, του εισαγόμενου…
Γνώρισμα τρίτο: η καθολική απουσία νοοτροπίας συντήρησης κυρίως των κοινών πραγμάτων, πρόληψης και πρόνοιας για το μέλλον.
Γνώρισμα τέταρτο: οι προστατευόμενες περιοχές, θεμελιώδη παγκόσμια ʽκοινάʼ, αλλά και όλες οι περιοχές φυσικού κάλλους, παραμένουν απροστάτευτες από τον καθʼ ύλη αρμόδιο προστάτη τους, το κράτος…».
Στη συνέχεια υποδεικνύει και τη «μόνη οδό διαφυγής» αναφέροντας: «Μόνη οδός διαφυγής από αυτή την κρίση δεν είναι άλλη παρά η παιδεία, τόσο η επίσημη όσο, κυρίως, και η βιωματική. Κι αυτό μεγαλώνει ακόμα περισσότερο τις ευθύνες όλων μας να πολεμήσουμε τη συνήθεια της αθλιότητας και να ανασύρουμε από την αχρηστία τη συλλογικότητα.».

Πέντε χρόνια νωρίτερα, το 2005, είχε αναδείξει το ζήτημα «Η σημασία του να είσαι στρατηγικός και η δυστυχία του να μην είσαι στρατηγικός»: «Η έννοια του στρατηγού και του στρατηγικού», λέει, «έχουν δύο τουλάχιστον βασικά προσδιοριστικά χαρακτηριστικά: τη ματιά που βλέπει μακριά στο μέλλον, το όραμα για το μέλλον δηλαδή, και την εξασφάλιση και διατήρηση των κρίσιμων πόρων από τους οποίους εξαρτάται η επίτευξη αυτού του οράματος. Για να πετύχουμε δε το όραμα, μας λένε οι ειδικοί, πρέπει πρώτα να επιβιώσουμε και μετά να ευημερήσουμε. Αυτά τα δυο στοιχεία του στρατηγικού διαμορφώνουν και τους δυο μεγάλους πυλώνες κάθε συζήτησης για βιώσιμη ανάπτυξη, το όραμα μιας κοινωνίας που αυτοσυντηρείται και διαφυλάσσει τους πόρους (ιδίως τους μη ανανεώσιμους και αναντικατάστατους) από τους οποίους εξαρτάται η ζωή και η ευημερία της. Κι αυτοί οι πόροι είναι τόσο κοντά μας που τους έχουμε ξεχάσει. Είναι πρώτα απ’ όλα η γη, που χωρίς αυτή ακόμα δεν μπορεί ο άνθρωπος ούτε να κουνηθεί, το νερό, που χωρίς αυτό ο άνθρωπος δεν ζει πάνω από τρεις μέρες, το χώμα, που χωρίς αυτό ο άνθρωπος δεν μπορεί να παράγει τροφή να ζήσει και …. η φωτιά (ενέργεια), που χωρίς αυτή δεν κινείται τίποτα από μόνο του. Θυμάστε πόσο θύμωσε ο Δίας όταν ο Προμηθέας έκλεψε τη φωτιά από τον Όλυμπο και την πήγε στη γη στους ανθρώπους! Όπως και ίσως έχετε εμπειρία από τους παλιούς σοφούς νοικοκύρηδες που φρόντιζαν να έχουν αποθέματα από βασικά αγαθά (γη, νερό, στάρι, λάδι, κρασί).».

Τον Μάϊο του 2005 συνάντησα για πρώτη φορά την Ελένη, σε ημερίδα που είχε διοργανώσει το Παγκρήτιο Δίκτυο Οικολογικών Οργανώσεων στον Χαρουπόμυλο της Πολιτιστικής Εταιρείας «Επιμενίδης» στο Πάνορμο Ρεθύμνου.[3] Μίλησε τότε, με θέμα: «Γήπεδα γκολφ: Τι τουριστική ανάπτυξη θέλουμε στη Κρήτη;». Ήταν η εποχή που σχεδιαζόταν στην Ελλάδα νέες σύνθετες τουριστικές επενδύσεις με γήπεδα γκολφ, όπως στο Ναυαρίνο (Costa Navarino) και στην Κρήτη, στον Απηγανιά Ιεράπετρας και στον Κάβο Σίδερο Σητείας και οι περιβαλλοντικές οργανώσεις αγωνιζόταν να αναδείξουν τις επιπτώσεις από την προοπτική αυτή. Οι τοποθετήσεις της Ελένης που παρείχαν τα τεκμήρια για τις επιπτώσεις αυτές ήταν πολύτιμες.
Ακολούθησε η ημερίδα στη Σητεία για τις σχεδιαζόμενες τουριστικές επενδύσεις μεγάλης κλίμακας στην ανατολική Κρήτη που διοργάνωσαν τον Ιανουάριο του 2006 στη οι Δήμοι Σητείας, Μακρύ Γιαλού, Ιτάνου και Λεύκης.[4] Στην ομιλία της[5] η Ελένη τόνισε: «Όταν ένας τόπος καλείται να δεχτεί ένα θέρετρο γκολφ, με προοπτική μάλιστα να γίνει και προορισμός γκολφ, εγείρεται το ερώτημα αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για μια βιώσιμη συνύπαρξη των επισκεπτών με τους «οικοδεσπότες» για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι θεμελιώδης, και γι’ αυτό απλός και αυτονόητος: οι επισκέπτες θα χρησιμοποιήσουν φυσικούς και ανθρώπινους πόρους που τώρα τους χρησιμοποιούν οι οικοδεσπότες και που ίσως σχεδιάζουν να τους χρησιμοποιήσουν για άλλες δραστηριότητες στο παρόν και στο μέλλον. Κυρίως, όμως, οι πόροι αυτοί είναι «κοινοί»: ανήκουν σε όλους και σε κανένα ξεχωριστά που σημαίνει ότι η διατήρηση τους, με σκοπό τη διαρκή (αειφόρο!) χρήση τους, είναι υπόθεση όλων. Ο δεύτερος λόγος απορρέει από την δραματική μεταβολή στο περιβάλλον, την κοινωνικο-οικονομική δομή και οργάνωση καθώς και στην πολιτιστική ταυτότητα που συντελείται με ταχείς ρυθμούς σ’ έναν τόπο με την εγκατάσταση μεγάλων θερέτρων και τη μετατροπή του σε προορισμό γκολφ. Το ζήτημα που τίθεται είναι αν αυτή η αναπτυξιακή επιλογή είναι και η καλύτερη, ανάμεσα σε άλλες, στην προοπτική της βιώσιμης τοπικής ανάπτυξης και κυρίως της βιώσιμης συνύπαρξης που εδώ ερμηνεύεται ως η δυνατότητα της τοπικής κοινωνίας να ωφεληθεί προάγοντας τους δικούς της στόχους και αποφεύγοντας το κόστος της εκάστοτε επιλογής.».

Το 2008, στη δημόσια αντιπαράθεση για το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο του Τουρισμού, η Ελένη δημοσίευσε το κείμενο «Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Ειδικού Πλαισίου της Βαριάς Βιομηχανίας του Ελληνικού Τουρισμού», όπου αναφέρει ότι πρόκειται για:[6]
«Ένα Πλαίσιο που αγνοεί, κι έτσι αποδομεί, το χώρο, το περιβάλλον και … τον τουρισμό
Το ΕΧΠΤ δεν υιοθετεί μια συνεπή λογική ολιστικής αντιμετώπισης των δομικών χαρακτηριστικών και των προβλημάτων των συναρθρωμένων χωρο-κοινωνικών συνόλων του Ελληνικού χώρου. […] Το ΕΧΠΤ κάνει ασαφή, γενικόλογη και συμβολική αναφορά στο περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους, αγνοεί βασικές παραμέτρους τους και αδιαφορεί για την προστασία των ευαίσθητων περιοχών. Όπως αναφέρθηκε, είναι ‘τυφλό’ στην Οδηγία για το Νερό, ενώ η κατανάλωση ενός τουρίστα είναι 6-12 φορές μεγαλύτερη ενός ντόπιου και οι ‘ειδικές τουριστικές εγκαταστάσεις’ (π.χ. πισίνες, γήπεδα γκολφ, κ.ά.) είναι ιδιαίτερα υδροβόρες. […] Όμως, η πιο κραυγαλέα μαρτυρία του περιβαλλοντικού ‘ήθους’ του ΕΧΠΤ είναι ίσως η πρόταση σύνθετων τουριστικών συγκροτημάτων μέσα σε περιοχές Natura και σε ακατοίκητα νησιά. Κανείς κήπος δεν θα έχει πια μια φωλιά για τα πουλιά.
Ένα Πλαίσιο τόσο αβάσταχτα ελαφρό κι επιπόλαιο που … μπορεί να μας ξεφύγει
Το ΕΧΠΤ, ξένο όπως εμφανίζεται, στην ιστορική, κοινωνικο-πολιτιστική και περιβαλλοντική φυσιογνωμία και εμπειρία των Ελληνικών τόπων και τρόπων ζωής δεν μπορεί να πλαισιώσει ορθά τη συμμετοχική διακυβέρνηση της αειφορικής τουριστικής και γενικότερης ανάπτυξης στην Ελλάδα. Αντίθετα, συνταγογραφεί τη συνολική καταστροφή της Ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, του πολιτισμού και της φύσης μια και το μόνο που προωθεί είναι η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού, και ιδιαίτερα του αποτυχημένου μοντέλου της τουριστικής κατοικίας. Κι ανοίγει, έτσι, το κουτί της Πανδώρας μιας σωρείας δυσεπίλυτων κοινωνικο-οικονομικών, περιβαλλοντικών, πολιτισμικών και πολιτειακών ζητημάτων.».

Για την Ελένη ο σχεδιασμός και η χωροταξία δεν είναι τεχνικά ζητήματα και γι’ αυτό όταν κάνει αναφορά σε αυτές τις έννοιες είναι αναγκαίο να «διαβάζει» κανείς την ουσιώδη διαφορά σε σχέση με τη συστημική χρήση τους. Ως θεμελιώδεις αρχές  του σχεδιασμού θεωρεί την κοινωνική δικαιοσύνη και την κοινωνική συμμετοχή.
Στο κείμενό της «Σχεδιάζοντας αειφορικές χρήσεις γης: Η προτεραιότητα των αδιαπραγμάτευτων»[7] γράφει: «Η επίτευξη αειφορικής ανάπτυξης αναπόφευκτα συναρτάται άμεσα με την επιλογή αειφορικών χρήσεων γης (sustainable land use), που μπορεί να ορισθούν σαν εκείνες οι χρήσεις γης που εξασφαλίζουν προστασία περιβάλλοντος και πόρων, οικονομική απόδοση και ευημερία καθώς και κοινωνική δικαιοσύνη στο διηνεκές.» και στη συνέχεια: «Η αποδοτική και αποτελεσματική εφαρμογή της διαδικασίας και των κριτηρίων που παρουσιάστηκαν εξαρτάται κρίσιμα από ορισμένες θεμελιώδεις προϋποθέσεις:
(α) την επαρκή, αδιάβλητη και διαφανή χρήση επιστημονικής γνώσης στη διαδικασία του σχεδιασμού,
(β) την ύπαρξη και απρόσκοπτη πρόσβαση όλων των ενδιαφερομένων σε επαρκή πληροφορία και δεδομένα,
(γ) την ύπαρξη σαφών και θεσμών και ασφαλών δικαιωμάτων στη γη και στους πόρους και
(δ) τη ευρεία συμμετοχή σφαιρικά ενημερωμένων ατόμων και ομάδων στη διαδικασία του σχεδιασμού, ιδιαίτερα από το αρχικό στάδιο του ορισμού του προβλήματος!
Η θεμελιωδέστερη προϋπόθεση για μια ανάπτυξη που διαρκεί παραμένει πάντα η ύπαρξη συλλογικών αξιών … που διαρκούν που δίνουν προτεραιότητα στο αδιαπραγμάτευτο ανθρώπινο δικαίωμα – το δικαίωμα στην αξιοπρεπή επιβίωση.».

Το 2007 η Ελένη δημοσιεύει στην «Καθημερινή» «Το πρότυπο ανάπτυξης του «σκουπιδοτενεκέ».[8] Γράφει: «Η σύγχρονη Ελλάδα, πάσχοντας από διαρκές και αθεράπευτο σύνδρομο στέρησης «ανάπτυξης» (τελευταία έγινε και «αειφόρος»), λαμβάνει αποφάσεις για το πού και πώς θα διατεθούν εθνικοί και κοινοτικοί πόροι για να αντιμετωπισθεί το έλλειμμα ανάπτυξης με τρόπο που παραπέμπει στο «πρότυπο του σκουπιδοτενεκέ» (garbage can model).». Στο πρότυπο αυτό που έχει προταθεί «για την ανάλυση αποφάσεων πολιτικών οργανισμών που λειτουργούν σε (πολύ συνηθισμένες) συνθήκες αμφιταλάντευσης και αχαλίνωτης αμφισημίας, γεγονότα και καταστάσεις αντιμετωπίζονται με πολλούς διαφορετικούς, συνήθως αταίριαστους, τρόπους δημιουργώντας σύγχυση και ένταση.[…] Τα πρόσωπα εναλλάσσονται και μετακινούνται πολύ γρήγορα από τη μια απόφαση ή υπηρεσία στην άλλη. Πολλοί συνήθως δεν ξέρουν τι θέλουν. Οι πολιτικοί σχεδόν ποτέ δεν ξεκαθαρίζουν τους στόχους τους, έχουν απροσδιόριστες προτιμήσεις, και λειτουργούν κάνοντας πειράματα. Οι εισροές πόρων μετατρέπονται σε προϊόντα με ασαφείς διαδικασίες. Μελέτες γίνονται, αλλά δεν χρησιμοποιούνται στις αποφάσεις που λαμβάνονται με αδιαφάνεια. […] Σ’ αυτό το περιβάλλον, τα προβλήματα, οι λύσεις και οι κάθε λογής εμπλεκόμενοι δεν συνδέονται μεταξύ τους. Οι αποφάσεις σπάνια ακολουθούν τη λογική σειρά από το πρόβλημα στη λύση. […] Οι λύσεις έχουν τη δική τους ζωή, διακριτή από τα προβλήματα για τα οποία προορίζονται! Συνήθως, προκύπτουν από διάφορα ανεξάρτητα γεγονότα που συμβαίνουν εντός και εκτός του περιβάλλοντος όπου γεννιέται το πρόβλημα ή που χειρίζεται τη λύση του. Είναι περισσότερο απαντήσεις που ψάχνουν για κατάλληλες ερωτήσεις. Οι πολιτικοί ή/και οι σύμβουλοί τους έχουν τα «αγαπημένα» τους προβλήματα ή προωθούν τις «αγαπημένες» τους «λύσεις» όταν δοθεί η ευκαιρία να πάρουν μια απόφαση ή μια πρωτοβουλία χωρίς αναγκαστικά να γνωρίζουν το πρόβλημα για το οποίο προορίζονται. Ή, ψάχνουν να βρουν ένα πρόβλημα για το οποίο έχουν μια έτοιμη λύση. Μερικές φορές, προβλήματα και λύσεις τυχαίνει να ταιριάζουν! Αυτό το περιβάλλον λήψης αποφάσεων μοιάζει με «σκουπιδοτενεκέ» όπου πετιούνται κι απ’ όπου ανασύρονται προβλήματα και λύσεις αναλόγως των περιστάσεων. […]» και καταλήγει «Οι παραπάνω διαπιστώσεις δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αμφιβολίας: το αναπτυξιακό έλλειμμα της χώρας αντιμετωπίζεται με οδηγό το «πρότυπο του σκουπιδοτενεκέ». Όμως, τα περιεχόμενα ενός σκουπιδοτενεκέ δεν έχουν παρά ένα τελικό προορισμό, τη χωματερή…».

Οι εκάστοτε συγκυρίες κινητοποιούν την Ελένη και την οδηγούν σε πλούσια αρθρογραφία.
Από το 2010 αρθρογραφεί για τα φωτοβολταϊκά με εύγλωττους τίτλους όπως: «Πόσα φωτοβολταϊκά θα «φυτέψουμε»;» («Καθημερινή» 2010) και «Φωτοβολταϊκή  γεωργία: Η ασύμμετρη συζήτηση» (2011).[9] Το 2020 γράφει για τα «Φωτοβολταϊκά πάρκα στο «Άγιον Όρος της Κρήτης»».[10] Το κείμενο αρχίζει αναδεικνύοντας μια μεγάλη αντίφαση: «Στο τέλος Ιουνίου 2020 συνέπεσαν δύο ανακοινώσεις στον Κρητικό τύπο. Η πρώτη αφορούσε στην κατοχύρωση 3000 στρεμμάτων για εγκατάσταση φωτοβολταϊκών πάρκων (Φ/Π) σε εκτάσεις της Μονής Οδηγητρίας στα Αστερούσια. Η δεύτερη εξήγγειλε την εξαιρετικά τιμητική επικείμενη επικύρωση της ένταξης των Αστερουσίων στο διεθνούς κύρους Παγκόσμιο Δίκτυο Αποθεμάτων Βιόσφαιρας (ΠΔΑΒ) της UNESCO. Η περιοχή ήδη περιλαμβάνει αρκετές προστατευόμενες περιοχές και πλήθος αρχαιολογικών και ιστορικο-πολιτιστικών μνημείων.» Στη συνέχεια κάνει μια κρίσιμη επισήμανση: «Στην ανακοίνωση τονίζεται ότι παραχωρούνται “άγονες εκτάσεις”, ίσως ως σιωπηλό επιχείρημα ότι δεν έχουν χρησιμότητα για καλλιέργειες και ως ελαφρυντικό γιατί προτείνονται χρήσεις βλαπτικές. Δυστυχώς, η πλημμελής ενημέρωση εξηγεί εν πολλοίς γιατί οι “άγονες εκτάσεις” θεωρούνται άχρηστοι ξερότοποι και υποτιμάται η αξία τους.».

Στη συγκυρία του κορωνοϊού η Ελένη δημοσιεύει πολλά κείμενα. Στο κείμενό της «Κορωνοϊός: Εμείς, οι επιστήμονες και η επιστημονική αβεβαιότητα» (2020)[11] τοποθετείται για την επιστημονική αβεβαιότητα γράφοντας: «Αρχέγονη είναι η ανάγκη των ανθρώπων για βεβαιότητα, για να χαράξουν την καθημερινή και τη μακρόχρονη πορεία τους. Παλιά ρωτούσαν τους μάγους της φυλής, την Πυθία, τους προφήτες, τους αστρολόγους και μετά … τους επιστήμονες!
Από τους επιστήμονες περιμένουμε ‘σωστές’ απαντήσεις, οδηγίες που, αν τις ακολουθήσουμε εμείς προσωπικά, θα αποφύγουμε τα χειρότερα. Μπορούν οι επιστήμονες, με το χέρι στην καρδιά, να απαντήσουν με βεβαιότητα;», για να καταλήξει «Η αβεβαιότητα είναι εγγενής στην επιστήμη και στη ζωή και πρέπει να την πάρουμε στα σοβαρά για να δράσουμε αποτελεσματικά. […]  Προς τι οι ‘πόλεμοι επιστημών’ όταν κανείς πόλεμος δεν εξυπηρετεί το «κοινό καλό» αλλά ίδια συμφέροντα, όποια και να είναι αυτά, των εμπόλεμων;».

Η σκωπτική διάθεση της Ελένης κορυφώνεται το 2021 στο κείμενό της «Για να μην πλημμυρίζουν οι έξυπνες, ανθεκτικές και κλιματικά ουδέτερες πόλεις»[12] στο οποίο συνδυάζει τη συγκυρία των πλημμυρών με τη συγκυρία ευρείας χρήσης επίκαιρων όρων, όπως ο όρος «έξυπνες πόλεις».
Γράφει: «Κάπου μετά το 1987, όταν δημοσιεύτηκε η Έκθεση Brundtland «Το κοινό μας μέλλον» και μάθαμε την «αειφόρο ανάπτυξη» (ή αειφορική ή βιώσιμη ή αυτοσυντηρούμενη), άρχισαν να φεύγουν λέξεις από το γραφείο του επιστήμονα, να πέφτουν στο τραπέζι της πολιτικής και να φτάνουν στο σπίτι μας, να γίνονται οικιακές λέξεις (household words), άσχετα αν τις καταλαβαίνουμε όλοι ή αν τις καταλαβαίνουμε με τον ίδιο τρόπο. […] Με την έλευση του 21ου αιώνα άρχισαν να πέφτουν πιο γρήγορα καινούργιες λέξεις. Μάθαμε ότι οι πόλεις πρέπει να είναι (παν)έξυπνες, ανθεκτικές (σε περιβαλλοντικές, κοινωνικές, οικονομικές και άλλες διαταραχές) και πρόσφατα κλιματικά ουδέτερες (τουλάχιστον), για να γίνει πραγματικότητα η δίκαιη πράσινη (γιατί δεν υπάρχει άλλο χρώμα στη φύση) μετάβαση. Οι πρόσφατες πλημμύρες φέρανε και τη «νέα κανονικότητα». Οι πλημμύρες θα είναι κομμάτι της καθημερινότητάς μας πια, έτσι δείχνουν τα φαινόμενα κι έτσι λένε οι επιστήμονες. Και τώρα αναγκαστικά οι έξυπνες, ανθεκτικές και κλιματικά ουδέτερες πόλεις θα πρέπει να μάθουν λέξεις που έπρεπε να ξέρουν, που ήταν γνωστές από καταβολής ανθρωπότητας, που οι επιστήμονες τις είπαν, έπεσαν και στο τραπέζι της πολιτικής, ενσωματώθηκαν σε νομοθεσία κι εκεί σταμάτησαν: ούτε εφαρμόστηκαν, ούτε εφαρμόζονται, ούτε φτάσανε στο σπίτι μας. Γιατί αν τις μάθαιναν κι αν τις εφάρμοζαν οι πόλεις, τότε δεν θα ήταν αναγκασμένες να κάνουν τώρα τη δίκαιη πράσινη μετάβαση… Και οι λέξεις είναι: πλημμύρα των 100 ετών, πλημμυρικό πεδίο των 100 ετών, πρόληψη και συντήρηση. […] Τώρα, έξυπνες, ανθεκτικές και κλιματικά ουδέτερες πόλεις μόνες ψάχνουν να βρουν τις παλιές άγνωστες λέξεις -πλημμύρα 100 ή λιγότερων ετών, πρόληψη, συντήρηση- να τις μάθουν ξανά… Θα προλάβουν μέχρι την επόμενη μεγάλη πλημμύρα;»

Καταλήγοντας δεν μπορώ να μην αναφερθώ στο κείμενο της Ελένης για την Κρήτη με τον τίτλο «Φλόριντα της Ευρώπης, Καλιφόρνια της Ευρώπης ή απλά Κρήτη;»[13] όπου αναφέρει: «Είναι αλήθεια ότι στους τωρινούς καιρούς των μεγάλων και ταχύτατων αλλαγών, των ισχυρών ανταγωνισμών και της βίαιης παγκοσμιοποίησης οικονομιών και κοινωνιών, οι προκλήσεις είναι μεγάλες και οι αντοχές της μικρής ηπείρου δοκιμάζονται. Τα κρίσιμα ερωτήματα είναι: θα επιλέξουν οι τωρινοί διαχειριστές της να διατηρήσουν τη μοναδικότητα της; Θα τολμήσουν να διαχειριστούν τους φυσικούς και ανθρώπινους πόρους της με φρόνηση και μέτρο και θα παλέψουν να διορθώσουν και να μην επαναλάβουν τα λάθη της άμετρης ανάπτυξης; Θα πασχίσουν να αποκαταστήσουν τη λαβωμένη αυθεντικότητα της και να περιφρουρήσουν την απειλούμενη αξιοπρέπεια της; 
Οι απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα οφείλουν να είναι καταφατικές γιατί οι ‘αγνοί λάτρεις’ της Κρήτης, όσοι ζουν, επισκέπτονται ή επιλέγουν να ζήσουν σ’ αυτό τον τόπο, δεν το κάνουν ούτε γιατί είναι Φλόριντα της Ευρώπης, ούτε γιατί είναι Καλιφόρνια της Ευρώπης αλλά γιατί είναι η Κρήτη, τόσο απλά.»
!

Πηγή: https://www.vannasfakianaki.gr/h-elenh-gia-ta-koina/

Διαβάστηκε 137 φορές