Είναι ένα περίεργο καλοκαίρι το φετινό. Οι κοινωνικοί και χωρικοί μετασχηματισμοί που προκαλεί η απορρυθμισμένη τουριστικοποίηση της ελληνικής οικονομίας έγιναν ιδιαίτερα αισθητοί μιας και άγγιξαν την καρδιά και την ουσία του ιερού μας ‘ελληνικού καλοκαιριού’, αυτό το τελετουργικό της ανάπαυσης και της απόλαυσης που δίνει νόημα στη ζωή μας και αμβλύνει τα ένστικτα αυτοσυντηρήσεως μας, ένστικτα που ίσως αγρίευαν επικίνδυνα από την εξάντληση της εντατικής εργασίας ολόκληρης της χρονιάς που προηγήθηκε.
Μια νέα γραμμή χαράχτηκε τόσο στις κοινωνικές σχέσεις όσο και στους φυσικοπολιτισμικούς χώρους των καλοκαιριών μας, όπως ακριβώς την περιγράφει ο αγαπημένος μου κοινωνιολόγος Boaventura de Sousa Santos, η ‘αβυσσαλέα γραμμή’ (abyssal line) που μας διαχωρίζει σε αυτούς που μπορούν και θα μπορούν να κάνουν διακοπές στην Ελλάδα και σε αυτούς που δεν θα μπορούν να απολαμβάνουν τα καλοκαίρια στους τόπους που μεγάλωσαν ή αγάπησαν. Η εξωφρενική άνοδος των εισιτηρίων, των διοδίων, των καυσίμων και του κόστους των βασικών αγαθών απέκλεισαν ή έκαναν ιδιαίτερα δυσβάσταχτη την έξοδο πολλών (μέχρι πρότινος) μεσοαστών προς -ακόμη και- την κατοικία των διακοπών τους, η συντήρηση της οποίας αναδεικνύεται, για δεύτερη φορά μέσα σε δέκα χρόνια, σε αβάσταχτη οικονομική αιμορραγία, αμβλύνοντας τις αντιστάσεις τους σε λιγότερο ή περισσότερο πιεστικές προσφορές να πουλήσουν γη για τη δημιουργία γειτονικής, μελλοντικής, μεγάλης ξενοδοχειακής μονάδας.
Οι χώροι και οι τόποι των καλοκαιριών μας, οι προσωρινές, αισθησιακά ρουτινιάρικες μικρο-ουτοπίες της υπαίθρου στις οποίες μεγαλώσαμε φάνηκε, φέτος για πρώτη φορά, να αλλάζουν ριζικά με την επέλαση ενός συνταρακτικά επιθετικού κτηματομεσιτικού και κατασκευαστικού αμόκ που κυριολεκτικά ισοπεδώνει την τοπογραφία και τους πολιτισμούς της αγροτικής υπαίθρου των ελληνικών νησιών, εισβάλει σε προστατευόμενους βιότοπους, διεκδικεί φυσικούς πόρους, δημόσια χρήματα και ακόμη περισσότερες απορρυθμίσεις της νομοθεσίας που λειτουργεί προστατευτικά για την ιδιοκτησία και τη χρήση της γης, τις επαγγελματικές δραστηριότητες, τα εργασιακά δικαιώματα, τη λειτουργία των δικτύων κοινής ωφέλειας, των δημόσιων υποδομών και των μεταφορών, τη συγκράτηση των τιμών, τη ροή και των έλεγχο των δημόσιων κονδυλίων και πολλά άλλα. Οι κοινωνίες των αγαπημένων μας τόπων καταρρέουν γιατί δάσκαλοι και γιατροί δε βρίσκουν πια σπίτι για να μείνουν.
Αν η δημόσια σφαίρα ήταν μεγάλη, συμπεριληπτική και δημοκρατική (εκπαίδευση, ενημέρωση και ΜΜΕ, επαγγελματικοί φορείς, συμμετοχή στην πολιτική) ώστε να είχαμε πρόσβαση σε πλήθος ιδεών και επιχειρημάτων που καθορίζουν τις κοσμοαντιλήψεις μας και τον υλικό πολιτισμό μας θα είχαμε καταλάβει ότι αυτά δεν είναι παρά φαινόμενα που συνοδεύουν τις μεταβάσεις και τις τοπικές εκφράσεις της παγκοσμιοποιημένης καπιταλιστικής ανάπτυξης στη μεγάλη διάρκεια και θα ήμασταν εξασκημένες/οι ώστε να τα κατανοήσουμε εγκαίρως και να μπορούμε να δράσουμε. Η εμπορευματοποίηση του ελεύθερου χρόνου μας (για όσες και όσους τον έχουν πληρωμένο εφόσον εδώ και μια δεκαετία στην Ελλάδα έχουν περικοπεί τα επιδόματα αδείας χωρίς να διαμαρτύρεται κανείς και καμία), η όλο και πιο εξειδικευμένη κατανάλωση τόπων και εξωτικοποιημένων πολιτισμών του μαζικού τουρισμού που έχει μακρά ιστορία (από τα μέσα του 19ου αιώνα) και δεχθήκαμε να γίνουμε πολλαπλασιαστές της χωρίς να ρωτήσουμε καν εκείνες/ους που το είδαν τους τόπους και τις οικονομίες τους να μετασχηματίζονται νωρίτερα από εμάς (νότια Ευρώπη, παγκόσμιος Νότος).
Ο τουρισμός χρησιμοποιεί γη και ύδωρ που ανακατευθύνονται ως πόροι από τον πρωτογενή τομέα (τροφή από τη γη και τη θάλασσα) στον τριτογενή τομέα (υπηρεσίες) έχοντας μετασχηματίσει τον δευτερογενή τομέα (αντί της βιομηχανικής παραγωγής έχουμε την εντατικοποίηση της κτηματαγοράς και των κατασκευών) και έχοντας μετασχηματίσει τις υποδομές (αεροδρόμια και λιμάνια, αεροπορικές και ναυτιλιακές αντί να εξυπηρετούν για μετακινήσεις των ντόπιων ρυθμίζονται σε μετακινήσεις των τουριστών, δίκτυα κοινής ωφελείας όπως καθαριότητα, νερό, ενέργεια κ.α.). Οι άνθρωποι που απασχολούνταν σε δραστηριότητες του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα αλλάζουν απασχόληση μειώνοντας το ανθρώπινο και το γνωσιακό δυναμικό που μπορεί να παράξει προϊόντα πρώτης ανάγκης για την επιβίωση (τροφή) και υψηλής τεχνολογίας και προστιθέμενης αξίας (μεταποίηση, βιοτεχνία, βιομηχανία). Τέλος, και σύμφωνα με στοιχεία του ΔΝΤ, από το συνολικό κεφάλαιο που δημιουργείται από τις τουριστικές δραστηριότητες μέσα από επενδύσεις και μέσα από τη χρήση των δημόσιων πόρων και των δημόσιων υποδομών της χώρας υποδοχέα φεύγει το 90% έξω από αυτήν, μέσα από την επιβεβλημένη, μέσω χρέους, ‘μεταρρύθμιση’ του ‘δικαιώματος’ εξαγωγής του κέρδους (Rodrigo Fernández Miranda, 2011).
Στην ιστορική περίοδο που ανοίγεται διάπλατα μπροστά μας, μέσα από τις συνδυασμένες κρίσεις του πολέμου στην Ουκρανία, της κλιματικής κρίσης και του κοροναϊού, κρίσεις του συστήματος παραγωγής και των δημοσίων αποεπενδύσεων στις κοινωνικές υπηρεσίες και στην έρευνα που δημιουργεί εξαρτήσεις στη χώρα, ρισκάροντας ακόμη και τη διατροφική της επάρκεια, χρειαζόμαστε, αλήθεια, περισσότερες πισίνες σε άνυδρα νησιά (κάθε δωμάτιο πολυτελούς ξενοδοχείου έχει τη δική του!), πισίνες που καταναλώνουν ενέργεια και υδατοαποθέματα που πια δεν έχουμε απλώς και μόνο για να παράγουν υπεραξία για τις πολυεθνικές κτηματομεσιτικές εταιρείες και τους πολυεθνικούς τουριστικούς κολοσσούς, την οποία εξάγουν σε φορολογικούς παραδείσους; Χρειαζόμαστε υπόσκαφες πολυτελείς βίλλες (έχουν γίνει δείγμα κοινωνικού κύρους) που στην ουσία κατασκευάζονται ως τεράστια ορυχεία πάνω σε βοσκοτόπια και μποστάνια απαραίτητα για την επιβίωσή μας, απλώς και μόνο επειδή μετατρέπουν την (φθηνή) αγροτική γη σε ακριβό κτηματομεσιτικό εμπόρευμα, πολλαπλασιάζοντας ακόμη περισσότερο το περιθώριο κέρδους που θα εξαχθεί από τη χώρα;
Χρειαζόμαστε ημι-ιδιωτικοποιημένες μαρίνες και παραλίες με τροπικές ομπρέλες ανεκδιήγητης αισθητικής με ξαπλώστρες, καφέδες και ποτά που κοστίζουν όσο το μισό μας μηνιάτικο και που, ατύπως, προστατεύονται από γυμνασμένους σεκιουριτάδες (χρησιμοποιώ επίτηδες τον άτυπο όρο) σε περίπτωση που ασκήσουμε το συνταγματικό μας δικαίωμα να απλώσουμε μια πετσέτα στη ζεστή άμμο της συνταγματικά κατοχυρωμένης ως κοινόχρηστης παραλίας, κοινή χρήση απαραίτητη για ζωτικής σημασίας δραστηριότητες όπως η αλιεία, η ναυπηγική, η εκτεταμένη ναυσιπλοϊα χωρίς τις οποίες η Ελλάδα, μία δύσκολη γεωπολιτικά περιοχή, παύει να ασκεί την ισχύ της ως αρχιπελαγική χώρα, στα πλαίσια της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας;
Αντιθέτως, στις σημερινές συνθήκες, χρειαζόμαστε το αντίστροφο μοντέλο. Χρειάζεται να διαθέσουμε οικονομικούς πόρους στην έρευνα, την εκπαίδευση και τον πειραματισμό για εναλλακτικά μοντέλα σχεδιασμού της παραγωγής (εργασία, γη, τροφή, μεταποίηση), της κοινωνικής αναπαραγωγής (κατοικία, κοινωνικές υπηρεσίες, φροντίδα, ελεύθερος χρόνος) και του σχεδιασμού του χώρου (δομές και υποδομές για τα προηγούμενα), με άξονα τη σχετική αυτάρκεια και τη συμμετρική ανταλλαγή στα πλαίσια της διεθνούς οικονομίας, με ισορροπημένη τη σχέση ανάμεσα στην ύπαιθρο και την πόλη, με αποκατεστημένη την ισότητα αξίας ανάμεσα στη χειρωνακτική και την πνευματική εργασία, λαμβάνοντας υπόψη όλη τη διαθέσιμη γνώση που έχει κατακτηθεί μέσα από τους αιώνες (παράδοση) αλλά και μέσα από τις τεχνολογίες αιχμής (απελευθερώνοντας τις γνωσιακές περιφράξεις) που εξασφαλίζουν ότι οι επόμενες γενιές θα ζήσουν δίκαια και με αξιοπρέπεια ώστε να μπορούν να απολαύσουν τον κόπο της εργασίας τους με τη μορφή της καλοκαιρινής σχόλης, λέξη από την οποία προέρχεται –διεθνώς- το σχολείο (escuela, school, école κλπ), δείχνοντάς μας ότι ο ελεύθερος χρόνος (σε αντίθεση με την α-σχολία) είναι βασική προϋπόθεση για να κατανοήσουμε τον κόσμο και να φανταστούμε το μέλλον μας, είναι βασικό δικαίωμά μας που συνδέεται με όλες τις σφαίρες της ζωής.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑΙΑ ΚΑΛΗΣ ΖΩΗΣ
Αν η απαγόρευση κατασκευής πισίνας δίπλα στην εκθαμβωτική θάλασσα του Αιγαίου (δυνατότητα κατασκευής μόνο σε τόπους μακριά από τη θάλασσα αν οι μακροσκοπικές προβλέψεις των υδατοαποθεμάτων το επιτρέπουν) είναι ένα πρώτο, παραδειγματικό, ρυθμιστικό μέτρο κοινής λογικής προς έναν χωρικό σχεδιασμό που στοχεύει στη μεγάλη διάρκεια, μπορούμε, από κοινού, επαγγελματικοί και επιστημονικοί φορείς του σχεδιασμού και τοπικές κοινωνίες, να φανταστούμε πολλά άλλα κοινωνικά συμβόλαια καλής ζωής, αποκλιμακώνοντας δραστηριότητες που κατασπαταλούν τους πόρους μας και τα μέσα επιβίωσής μας, διαταράσσουν τις δυναμικές ισορροπίες των ενδιαιτημάτων μας.
Εμείς οι αρχιτεκτόνισσες και οι αρχιτέκτονες μπορούμε να φανταστούμε μια πολύ πιο σύνθετη, κριτική και διαλεκτική αρχιτεκτονική πρακτική που συμπεριλαμβάνει δημόσια αρχιτεκτονική, υποδομές κοινής ωφέλειας, κοινωνικούς και δημόσιους χώρους, επανα-νοηματοδότηση και επανάχρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, έξω από το φαύλο κύκλο της σύνδεσής τους με την τουριστική και κτηματομεσιτική ανάπτυξη. Θα χρειαστεί όμως να τη διεκδικήσουμε αυτήν την πρακτική, απελευθερώνοντας το φαντασιακό μας από την ηγεμονία μιας εν τω γεννάσθαι αδιανόητης ιστοριογραφίας, μονοδιάστατα εστιασμένης, στα περιοδικά και στα αρχιτεκτονικά βραβεία, σε πισίνες, ξαπλώστρες και πολυτελείς βίλλες, περιοδικά που μοιάζουν όλο και περισσότερο με εκείνα των αεροπορικών εταιριών και που, μαζί, διαφημίζουν και παράγουν αξίες για κτηματομεσίτες όχι για τη σχέση της αρχιτεκτονικής με τη ζωή.
Θα χρειαστεί να μας φανταστούμε ως πιο σύνθετα υποκείμενα που ασκούν μεν το επάγγελμα βιοποριστικά σχεδιάζοντας για την αγορά αλλά δεν έχουν παραιτηθεί από την πολιτειακότητά τους και τη δεοντολογία του επαγγέλματός τους πέρα από τις ‘There Is No Alternative´επιταγές της απορρυθμισμένης αγοράς. Και χρειαζόμαστε διαφορετικά περιοδικά και οπτική κουλτούρα προς κάτι τέτοιο.
Αντί να κοιτάμε τα νησιά ως εξωτικούς τόπους μιας γλυκιάς οπισθοδρόμησης έχει σημασία να τα δούμε όπως πραγματικά έχουν υπάρξει, τόποι που ανέπτυξαν πρακτικές, τεχνογνωσία και πολιτισμoύς που μιλάνε για την αναγκαιότητα αναπαραγωγής των πεπερασμένων πόρων τους, μέσα από τις σχέσεις απομόνωσης και συνδεσιμότητας, απόρροια της νησιωτικότητας τους (insularity, βλ. Constantakopoulou, 2007), μέσα από τεράστιες δυσκολίες που επέβαλαν τα ιστορικά γεγονότα στην περιοχή, στα γεωγραφικά και πολιτισμικά περάσματα του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Έχει σημασία να δούμε τα νησιά ως μοντέλα για το μέλλον ενός σχεδιασμού που θα φιλοδοξεί να πειραματιστεί για να λύσει τις αντιφάσεις του παρελθόντος, όχι να τις εξαφανίσει αντικαθιστώντας τις με νέες και μη αναστρέψιμες.
Ο σχεδιασμός για την αναπαραγωγή των πεπερασμένων πόρων είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για το μέλλον του πλανήτη μας αλλά και η μεγαλύτερη πρόκληση για τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό που είναι υπεύθυνος για την παραγωγή και την αναπαραγωγή του υλικού πολιτισμού μας. Αυτός δεν μπορεί να εννοηθεί πια έξω από την τεχνογεωγραφική κατανόησή του, όρος που μελετάμε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ( Department of Architecture University of Thessaly) και σημαίνει τις τεχνικές γνώσεις και τα υλικά αντικείμενα που διαμορφώνονται μέσα από τις πολιτισμικές γεωγραφίες διαμορφώνοντάς τις ταυτοχρόνως.
Νησιωτικοποίηση, λοιπόν, είναι ο όρος που εισάγει σε ένα ωραίο κείμενο του ο Γιώργος Καλλής ένας από τους βασικούς θεωρητικούς της Αποανάπτυξης και μελετητής των νησιών, διεθνώς, πριν από μερικά χρόνια (Islandizing the City, 2017). Η νησιωτικοποίηση και όχι η τουριστικοποίηση είναι το μέλλον μας αν δε θέλουμε να το σπαταλήσουμε μέσα από την αποχαυνωτική, παθητική, αντιαισθητική, προκατασκευασμένη κατανάλωση, την οποία αν αποδεχθούμε θα καταλήξουμε να την υπηρετούμε όχι ως καταναλωτές ή ιδιοκτήτες ή ελεύθεροι επαγγελματίες με λόγο αλλά ως άγρια, επισφαλώς, υπεργολαβικά και εποχιακά εργαζόμενοι.
Πηγή: Από το facebook της Επίκουρης Καθηγήτριας, στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Ίριδας Λυκουριώτη και το άρθρο της στα ΝΕΑ Σαββατοκύριακο
Πηγή: https://cycladesopen.gr/kritiko-pneyma-chreiazomaste-ti/