Με τον νόμο Χατζηδάκη (άρθρο 11 παρ. 5 του ν. 4685/2020), το διαθέσιμο αιολικό δυναμικό της περιοχής εγκατάστασης του εκάστοτε προς αδειοδότηση Αιολικού Σταθμού, δεν συμπεριλαμβάνεται πλέον μεταξύ των κριτηρίων που αξιολογούνται από την Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (Ρ.Α.Ε.) για την έκδοση των Βεβαιώσεων Παραγωγού.
Ωστόσο, κατ’ αυτόν τον τρόπο, παραβιάζονται οι διατάξεις του υφιστάμενου Ειδικού Χωροταξικού για τις Α.Π.Ε., ακυρώνοντας στην πράξη την ίδια την δικαιολογητική αιτία ύπαρξής του, όπως προκύπτει αφενός από το άρθρο 4, «Στόχοι», σύμφωνα με το οποίο:
«Ο χωροταξικός σχεδιασμός των αιολικών εγκαταστάσεων αποσκοπεί:
1. Στον εντοπισμό, με βάση τα στοιχεία αιολικού δυναμικού, κατάλληλων περιοχών που θα επιτρέπουν ανάλογα με τις χωροταξικές και περιβαλλοντικές ιδιαιτερότητές τους τη λειτουργία αιολικών εγκαταστάσεων και την επίτευξη οικονομιών κλίμακας στα απαιτούμενα δίκτυα.
2. Στην καθιέρωση κανόνων και κριτηρίων χωροθέτησης που θα επιτρέπουν αφενός την δημιουργία βιώσιμων εγκαταστάσεων αιολικής ενέργειας και αφετέρου την αρμονική ένταξή τους στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον και στο τοπίο…».
Kαι αφετέρου από το άρθρο 5, «Διάκριση του εθνικού χώρου σε κατηγορίες», σύμφωνα με το οποίο:
«1. Για τη χωροθέτηση των αιολικών εγκαταστάσεων ο εθνικός χώρος, με βάση το εν δυνάμει εκμεταλλεύσιμο αιολικό δυναμικό του και τα ιδιαίτερα χωροταξικά και περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά του, διακρίνεται στις ακόλουθες μείζονες κατηγορίες...».
Παραβιάζεται ακόμα ευθέως και το Παράρτημα V, «Έλεγχος και εφαρμογή των κανόνων και κριτηρίων χωροθέτησης αιολικών εγκαταστάσεων» του Ειδικού Χωροταξικού, σύμφωνα με το οποίο:
«…Ελέγχονται από την Ρ.Α.Ε., στο πλαίσιο της χορήγησης γνώμης για την άδεια παραγωγής, τα εξής:
1. Αν η προτεινόμενη θέση εγκατάστασης διαθέτει κατ' αρχήν εκμεταλλεύσιμο αιολικό δυναμικό. (Η εξακρίβωση-επικαιροποίηση του αιολικού δυναμικού και του τεχνοοικονομικά εκμεταλλεύσιμου δυναμικού (εκφραζόμενο σε ισχύ MWe), διενεργείται από τον ιδιώτη, με βάση επιτόπιες ανεμολογικές μετρήσεις)…».
Κριτήριο ιδιαίτερης βαρύτητας
Και όλα αυτά, παρότι το διαθέσιμο αιολικό δυναμικό έχει κριθεί παγίως από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ως το κατ’ εξοχήν κριτήριο ιδιαίτερης βαρύτητας ως προς την επιλογή της θέσης εγκατάστασης του εκάστοτε Α/Π, με πλέον χαρακτηριστική την υπ’ αριθ. 1007/2019 Απόφασή του, σύμφωνα με την οποία:
«Εντός του πλαισίου αυτού, η διαμόρφωση του ειδικότερου περιεχομένου των κανόνων χωροθέτησης κάθε κατηγορίας ανανεώσιμων πηγών γίνεται κατόπιν συνεκτιμήσεως του αναμενόμενου ποσοστού συμμετοχής τους στο μείγμα ενεργειακής παραγωγής, της ύπαρξης εκμεταλλεύσιμου ενεργειακού δυναμικού, το οποίο, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ανάγεται σε κριτήριο ιδιαίτερης βαρύτητας της φέρουσας ικανότητας των περιοχών υποδοχής, καθώς και της ανάγκης για αρμονική ένταξη των οικείων έργων στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον… Κατά ρητή εξάλλου πρόβλεψη των διατάξεων που μνημονεύονται σε προηγούμενες σκέψεις, επιτρέπονται επεμβάσεις σε εκτάσεις με δασικό χαρακτήρα προκειμένου να εγκατασταθούν μονάδες ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας με τα συνοδά έργα (συμπεριλαμβανομένης και της απαραίτητης οδοποιίας), η λειτουργία των οποίων εξαρτάται κυρίως από το διαθέσιμο ενεργειακό δυναμικό της περιοχής εγκατάστασής τους, που αναγκαίως αποτελεί, ως εκ τούτου, το βασικό κριτήριο για την επιλογή της κατάλληλης θέσης.».
Ως εκ τούτου, η μη αξιολόγηση του θεμελιώδους σημασίας ως άνω κριτηρίου του διαθέσιμου αιολικού δυναμικού σε κανένα πλέον στάδιο της διαδικασίας αδειοδότησης ενός αιολικού σταθμού, καθώς δεν προβλέπεται η αξιολόγησή του ούτε στα επόμενα αδειοδοτικά στάδια (έκδοση Απόφασης Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων, Άδειας Εγκατάστασης κ.λπ.), καθιστά το Ειδικό Χωροταξικό για τις Α.Π.Ε. επί της ουσίας «άδειο κουφάρι», κατά παράβαση περαιτέρω και του άρθρου 24 παρ. 2 του Συντάγματος, δια του οποίου επιτάσσεται ο ορθολογικός χωροταξικός σχεδιασμός στη βάση τεχνικών επιλογών και σταθμίσεων κατά τους κανόνες της επιστήμης, διαδικασία που σε καμία περίπτωση δεν τηρείται πλέον.
Πρόσθετα, άμεσο απότοκο της ως άνω «επιλογής» του νόμου Χατζηδάκη είναι και η μη αξιολόγηση του κριτηρίου της ενεργειακής αποδοτικότητας και άρα της οικονομικής βιωσιμότητας της εκάστοτε προς εγκατάσταση αιολικής μονάδας, δεδομένου ότι αυτή συνδέεται ευθέως με το αιολικό δυναμικό εκάστης περιοχής.
Η άμεση, εξάλλου, συσχέτιση του αιολικού δυναμικού με την ενεργειακή – οικονομική αποδοτικότητα των αιολικών σταθμών, καταγράφεται σε όλα τα επιστημονικά εγχειρίδια, με πλέον χαρακτηριστική την Μελέτη «Ενεργειακή Αποδοτικότητα και Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας - Υποστήριξη των Ενεργειακών Πολιτικών σε Τοπικό Επίπεδο», η οποία συντάχθηκε µε την συγχρηµατοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης µέσω του Προγράµµατος ∆ιακρατικής Συνεργασίας για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη (SEE) , και στην οποία (σελ. 99 επ.) αναφέρονται τα εξής αποκαλυπτικά:
«…∆εδοµένου ότι η αιολική ισχύς συναρτάται µε τον κύβο της ταχύτητας του ανέµου, είναι εµφανές ότι η µέση ετήσια ισχύς θα ποικίλει από περιοχή σε περιοχή. Οι περιοχές µε πιο υψηλές ταχύτητες ανέµου θα αποδώσουν περισσότερη ισχύ. Σαν απλό παράδειγµα, εξετάζονται δύο περιοχές και οι δύο µε µέση ετήσια ταχύτητα ανέµου 10 m/s (σχήµα 5). Όπως φαίνεται από το σχήµα, η πρώτη περιοχή µπορεί να έχει συνολική αιολική ισχύ κατά τη διάρκεια του έτους 1232,4 W/m2 ενώ η δεύτερη 1739,5 W/m2. Με τον τρόπο αυτό φαίνεται η σηµασία των ισχυρών ανέµων, και µέσω αυτού οι επιπτώσεις του κλίµατος του ανέµου στα οικονοµικά της παραγωγής αιολικής ενέργειας….»
Επιπλέον παραβιάσεις
Μία ανεµογεννήτρια µπορεί θεωρητικά να τοποθετηθεί οπουδήποτε σ’ ένα ευλόγως ανοικτό πεδίο. Εντούτοις, ένα αιολικό πάρκο είναι µία εµπορική επιχείρηση και θα πρέπει να γίνεται προσπάθεια βελτιστοποίησης της κερδοφορίας της. Αυτό είναι σηµαντικό όχι µόνο για τα κέρδη κατά τη διάρκεια της ζωής του πάρκου, αλλά επίσης και για την εξασφάλιση κεφαλαίου αρχικά για την εγκατάσταση της µονάδας. Για τον προγραµµατισµό οικονοµικά ελκυστικών αιολικών επενδύσεων είναι απαραίτητη η ύπαρξη αξιόπιστων ανεµολογικών στοιχείων για την περιοχή ενδιαφέροντος… Οι µετρήσεις της ταχύτητας του ανέµου είναι οι πλέον κρίσιµες για την αξιολόγηση του αιολικού πόρου, τον προσδιορισµό της απόδοσης και την πρόβλεψη της ετήσιας παραγωγής ενέργειας. Σε οικονοµικούς όρους, οι αβεβαιότητες µεταφράζονται άµεσα σε οικονοµικό ρίσκο. ∆εν υπάρχει άλλος κλάδος όπου η σηµασία της αβεβαιότητας στις µετρήσεις της ταχύτητας του ανέµου να είναι τόσο µεγάλη όσο στις αιολικές εφαρµογές… Η ετήσια παραγωγή ενέργειας µιας Α/Γ αποτελεί τον πιο σηµαντικό οικονοµικό παράγοντα. Οι όποιες αβεβαιότητες στον προσδιορισµό των καµπυλών της ετήσιας ταχύτητας του ανέµου και της ισχύος συµβάλλουν στη συνολική αβεβαιότητα όσον αφορά την πρόβλεψη της ετήσιας παραγωγής ενέργειας και οδηγούν σε µεγαλύτερο οικονοµικό ρίσκο…».
Δοθέντων των ανωτέρω, παραβιάζεται επιπλέον:
(α) αφενόςη παρ. 4 του άρθρου 3 του ν. 2773/1999 (που εξακολουθεί να ισχύει), βάσει της οποίας πρέπει να προάγεται η οικονοµικότητα κάθε άδειας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, να εξυπηρετείται ο στόχος της µείωσης του κόστους της ενέργειας, να εξασφαλίζεται η χαµηλότερη δυνατή τιµή για τους καταναλωτές και να µην εµποδίζεται ο ανταγωνισµός στα πλαίσια της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, από την στιγμή που λόγω του προτιµησιακού καθεστώτος των ΑΠΕ επηρεάζονται οι τιµές της ηλεκτρικής ενέργειας και το υπερβάλλον κόστος καταβάλλεται από τους προµηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας και άρα από τους τελικούς καταναλωτές,
(β) και αφετέρου το άρθρο 4 παρ. 4 της Οδηγίας 2018/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου «για την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές», σύμφωνα με το οποίο:
«4. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η στήριξη της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές χορηγείται με τρόπο ανοικτό, διαφανή, ανταγωνιστικό, αδιάκριτο καιοικονομικά αποδοτικό.».
Δεδομένου δε ότι η εγκατάσταση μονάδων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και η εξ αυτών αλλαγή του ενεργειακού μείγματος της χώρας, έχει αναγορευθεί από τον νομοθέτη ως σκοπός δημοσίου συμφέροντος (βλ. ενδεικτικά την 2759/2018 του ΣτΕ κ.α.), εξ ου και έχουν χορηγηθεί σε αυτές σειρά εξαιρετικών προνομίων, όπως (εντελώς ενδεικτικά):
(α) η αναγκαστική και κατά προτεραιότητα εισδοχή και κατανομή της παραγόμενης εξ αυτών ενέργειας στο Σύστημα και το Δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας μέσω κυρίως των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος.
(β) η υποχρεωτική αγορά της παραχθεισόμενης ενέργειάς τους από την «Δ.Α.Π.Ε.Ε.Π. Α.Ε.» δια μέσου των πόρων που συγκεντρώνονται στον σχηματισθέντα αποκλειστικά για το σκοπό αυτό Ειδικό Λογαριασμό για τις Α.Π.Ε. (με τον ν. 2773/1999).
(γ) η δυνατότητα επιβολής αναγκαστικής απαλλοτρίωσης σε ιδιωτικές εκτάσεις για την εγκατάστασή τους.
(δ) η εγκατάστασή τους σε δάση και δασικές εκτάσεις, καθώς ακόμα και σε αναδασωτέες εκτάσεις, στις οποίες δεν έχουν εκτελεστεί τα δέοντα έργα αναδάσωσης.
(ε) η θέσπιση σειράς ατελειών και προνομίων για την εγκατάσταση των συνοδών τους έργων (οδοποιίας και διασύνδεσης) εξομοιούμενων με τις ατέλειες που απολάμβανε η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού από την δεκαετία του 1950, καθίσταται απολύτως σαφές ότι η απάλειψη πλέον ελέγχου του κριτηρίου της ενεργειακής – οικονομικής αποδοτικότητας των Αιολικών Σταθμών, ανατρέπει εκ βάθρων τους ίδιους τους λόγους θέσπισης των ως άνω εξαιρετικών προνομίων, μετατρέποντας εν τέλει τον ανωτέρω σκοπό δημοσίου συμφέροντος σε απλή (και φυσικά απαγορευμένη) κρατική ενίσχυση μίας επιχειρηματικής δραστηριότητας άνευ όρων και προϋποθέσεων.
Με απλά λόγια, αφού κατά το αρχικό στάδιο της αδειοδοτικής διαδικασίας που είναι η έκδοση της Βεβαίωσης Παραγωγού δεν αξιολογείται πλέον το πιο κρίσιμο και θεμελιώδες στοιχείο ως προς την «δικαιολόγηση» του ως άνω προτιμησιακού καθεστώτος των Αιολικών Σταθμών, ήτοι το διαθέσιμο αιολικό δυναμικό της περιοχής εγκατάστασης ως άμεσα συνδεόμενο με την ενεργειακή – οικονομική αποδοτικότητά τους, οδηγούμαστε σε μία «τυπική» διαδικασία δέσμευσης εθνικών πόρων, καθώς και τεράστιων δημόσιων και ιδιωτικών δασικών (κυρίαρχα) εκτάσεων προς χάριν όχι του γενικού συμφέροντος, αλλά προς εξυπηρέτηση ιδιωτικών κερδοσκοπικών συμφερόντων.
*Δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω, LL.M.
Πηγή: https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/319434_fytema-anemogennitrion-horis-kanena-kritirio