Η κυβέρνηση έχει εκπονήσει το Μάϊο 2018 ένα φιλόδοξο σχέδιο «Ελλάδα: Μια στρατηγική ανάπτυξης για το μέλλον» στο οποίο περιγράφει σε γενικές γραμμές τι θα κάνει μετά τη μνημονιακή εποπτεία. Eλλείψει άλλου υποθέτω ότι ισχύει ακόμη. Δεν ξέρω πόσοι/ες το έχουν διαβάσει από τα κυβερνητικά στελέχη, τους βουλευτές, τις βουλεύτριες και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν πρόκειται να σχολιάσω τα περί Δίκαιης Ανάπτυξης και πόσο άστοχο είναι το «δίκαιη», τα έχω γράψει παλαιότερα στην ΕΠΟΧΗ (16/7/17). Επίσης δεν θα σχολιάσω τη φιλοδοξία του προγραμματισμού των διάφορων μέτρων σε ορίζοντα δεκαετίας μετά το 2019. Θα σταθώ σε μια κρίσιμη παράληψη: πουθενά δεν αναφέρεται η πόλωση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας μεταξύ μη παραγωγικών δραστηριοτήτων οι οποίες κερδοφορούν μέσω πάσης φύσεως ενοικίων και προσόδων και εκείνων που είναι παραγωγικές κατασκευάζοντας προϊόντα ή προσφέροντας υπηρεσίες. Μάλιστα η σημασία των μη παραγωγικών-προσοδοθηρικών δραστηριοτήτων είναι μεγαλύτερη των παραγωγικών, όπως αποτυπώνεται στη συμβολή των δυο ομάδων στην Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας. Ας δούμε ένα παράδειγμα.
Τον Κ δεν τον ξέρω προσωπικά. Τον βλέπω όπως συχνά τα πρωϊνά ή και τα απογεύματα κατεβαίνοντας για το σούπερ μάρκετ, αραχτός με το πούρο και τον καφέ του, συνεχώς να μιλά στο κινητό δίνοντας ακαταλαβίστικες εντολές για διαχείριση μετοχών. Φαίνεται πως έχει ρεζερβέ το τραπέζι στο ακριβό καφέ της οδού Κανάρη γιατί πάντα στο ίδιο τον βλέπω. Προς το μεσημέρι, μετά το πανεπιστήμιο, γυρνώντας από το μετρό του Συντάγματος, εκείνος στη θέση του, συχνά με έναν-δυο ακόμη, όλοι το ίδιο ευτραφείς και με πούρα. Το καφέ είναι ο «χώρος εργασίας» του, θα μπορούσε να έλεγε κάποιος. Τις προάλλες όμως το μεσημέρι, είχε μεγάλη παρέα και έτσι έμαθα το όνομα του. Ποιο ήταν το θέμα της κουβέντας; Οι μύδροι εναντίον του Τσίπρα και του Παυλόπουλου, όχι για το Μακεδονικό όπως περίμενα, αλλά γιατί ο πρώτος ανακοίνωσε την αύξηση στον κατώτατο μισθό και οι δυο τους δεν θέλουν (;) να καθιερώσουν το 12ωρο μεροκάματο όπως έκανε πριν από καιρό ο «παίδαρος καγκελάριος της Αυστρίας», όπως φώναζε. Και κατέληξε με την ευχή-ερώτημα προς την παρέα –την μεταφέρω από μνήμης γιατί απομακρυνόμουνα- «πότε θα ρίξουμε τον Τσίπρα και την παρέα του τον Παυλόπουλο;».
Τη Ζ από το Φιλότι την ξέρω 30 τουλάχιστον χρόνια γιατί βοηθούσε τη μάνα μου και αργότερα κι εμάς στο καθάρισμα του σπιτιού στη Χώρα της Νάξου. Νησιώτισσα-αγρότισσα με 5 παιδιά και 14 εγγόνια ήταν χρονιές που η δική της οικογένεια λειτουργούσε σχεδόν μόνη της το νηπιαγωγείο του χωριού. Εκτός από το μποστάνι έχει τα «ζα» της, τα φροντίζει, τα βοσκά και τα τυροκομά. Φτιάχνει από τα καλύτερα «αρσενικά» και «ξυνότυρα» του νησιού και μαζί με την αδελφή της, που δουλεύει και σε μικρό ξενοδοχείο, κατεβαίνουν τις Παρασκευές στην αγορά της Χώρας να τα πουλήσει. Το Πάσχα τα φέρνει και στη Ναξιώτικη αγορά στου Ψυρρή. Και φυσικά έχει όλη την οικογένεια στην πλάτη της να καθαρίζει, να μαγειρεύει, να πλένει, να γιατροκομά, να 'χει στο νου της τα μικρά. Δουλεύει όχι μόνο 12 αλλά 14 και 18 ώρες τη μέρα, χωρίς κανείς Καγκελάριος ή Πρόεδρος να το έχει επιβάλει και φυσικά δεν απολαμβάνει κάποια αμοιβή από την οικογενειακή μικρή επιχείρηση. Κανείς δεν αναγνωρίζει τις ώρες της Ζ ως «εργασία», από τον κύριο Κ στο καφέ της Κανάρη, την οικογένεια της μέχρι το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Τα οικιακά, η φροντίδα και η εργασία στη μικρή επιχείρηση, όταν είναι γυναικεία, δεν αποτελούν «κανονική» αμειβόμενη εργασία. Η μόνη αμοιβή που απολαμβάνει για τον κόπο της είναι τα μεροκάματα στα σπίτια τα καλοκαίρια.
Πέρα από την καθαρά ταξική και κατά φύλο κριτική ανάγνωση του παραπάνω παραδείγματος, την αντίδραση στην πρόσφατη ψήφιση του νόμου για τον κατώτατο μισθό και παλιότερα για το 12ωρο στην Αυστρία, προτείνω να τη δούμε στη γενικότητά της και στο πλαίσιο του προγράμματος της μεταμνημονιακής περιόδου. Η πόλωση αυτή αποτελεί δομικό πρόβλημα στον ελληνικό χωροκοινωνικό σχηματισμό (τολμώ να πω και στην υπόλοιπη Νότια Ευρώπη) και καθορίζει σε σημαντικό βαθμό το αναπτυξιακό (σκέτο, χωρίς επίθετα) καπιταλιστικό μέλλον του.
Ο Κ λοιπόν κερδίζει από το παιχνίδι των μετοχών χωρίς να δουλεύει και χωρίς να παράγει κάτι χρήσιμο ενώ η Ζ δουλεύει 14-18 ώρες τη μέρα, παράγει κρέας, γάλα και τυριά στη μικρή επιχείρηση μαζί με τον άντρα της ενώ τρέχει να ξενοδουλεύει στα σπίτια για να συμπληρώσει τα οικογενειακά έσοδα αποκτώντας ένα πρόσθετο εισόδημα για έκτακτες ανάγκες.
Γιατί είναι σημαντικές αυτές οι δυο περιπτώσεις; Για τρεις λόγους. Πρώτον, γιατί εικονογραφούν δραστηριότητες που χαρακτηρίζουν σε μεγάλο βαθμό το σημερινό παραγωγικό σύστημα της Ελλάδας το οποίο επιδιώκει να αναδιαρθρώσει η κυβέρνηση. Οι δραστηριότητες της Ζ ενώ είναι παραγωγικές δεν καταγράφονται στο ΑΕΠ και στην Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ) της ελληνικής οικονομίας, ανήκουν στον άτυπο τομέα ο οποίος υπολογίζονταν από την Eurostat τo 2015 σε 20-25% του ΑΕΠ. Ο Κ είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας άλλης τάσης: χωρίς ουσιαστικά να εργάζεται και να παράγει, έχει μεγάλα κέρδη απο προσόδους, από τα ενοίκια που εισπράττει απο τις μετοχές και η δική του δραστηριότητα καταγράφεται, τουλάχιστον εν μέρει, στις στατιστικές, στο ΑΕΠ και στην ΑΠΑ.
Δεύτερον, γιατί αναδεικνύουν την ταξική, γεωγραφική και κατά φύλο πόλωση της ελληνικής κοινωνίας. Το μεγαλύτερο ποσοστό των πολιτών στα τουριστικά νησιά επιβίωσε στα δέκα χρόνια της κρίσης περίπου όπως η οικογένεια της Ζ, ενώ μακριά από τις τουριστικές περιοχές και στις πόλεις, η επιβίωση στηρίχτηκε από τις δομές αλληλεγγύης. Σε αντίθεση με τους πολλούς και τις πολλές, κάποιοι λίγοι, η τάξη ραντιέρηδων νέου τύπου, είχαν υψηλά εισοδήματα στη διάρκεια της κρίσης χωρίς να δουλεύουν και, συχνά, χωρίς να φορολογούνται. Αυτά πρέπει να ενδιαφέρουν την Αριστερά και δεν τα βρήκα στο πρόγραμμά της.
Τρίτον, γιατί οι προσοδοθηρικές δραστηριότητες είναι εντάσεως κεφαλαίου και γνώσης και δεν δημιουργούν σημαντική απασχόληση, ενώ έχει παρατηρηθεί ότι οι παραγωγικές μονάδες επενδύουν ένα εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό των κερδών τους στην παραγωγή και προτιμούν, κι αυτές, προσοδοθηρικές επενδύσεις, κυρίως σε real estate. Οι τάσεις αυτές αντιφάσκουν με τη «Στρατηγική ανάπτυξης» που προτείνει η κυβέρνηση στην οποία ευαγγελίζεται περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας, προώθηση της οικονομίας της γνώσης, καταπολέμηση της άτυπης εργασίας και αναζήτηση μιας «επενδυτικής έκρηξης» (σελ. 22).
Μια προσεκτικότερη ανάλυση θα είχε διαπιστώσει ότι απο τη δεκαετία του 1990 στη χώρα μας (όπως και στην Ιταλία, Πορτογαλία και Ισπανία αλλά όχι στη Γερμανία), παρατηρούμε μια σταδιακή υποχώρηση της ποσοστιαίας συμμετοχής στο ΑΕΠ των παραγωγικών τομέων, όπως μεταποίηση, γεωργία, αλιεία, εξορύξεις, ενέργεια κ.α. και τις υπηρεσίες προς αυτές, π.χ. μεταφορές. Από 19% το 1995 σε 12,2% το 2015. Αντιθέτως οι δραστηριότητες που ανήκουν στις προσοδοθηρικές δραστηριότητες (κερδοφορία μέσω πάσης φύσεως ενοικίων όπως χρηματοοικονομικά, ασφαλίσεις, ακίνητα, ενοικιάσεις, real estate και τις υπηρεσίες προς αυτές), γνωρίζουν μια σταθερή ποσοστιαία αύξηση, από 18,8% το 1995 σε 25,2% το 2015.
Ο πίνακας που ακολουθεί εικονογραφεί αυτές τις εξελίξεις από το 1995 μέχρι το 2015 με στοιχεία της Eurostat. Οι κατασκευές αναλύονται ξεχωριστά λόγω του ιδιαίτερου βάρους που έχουν στην ελληνική κοινωνία.
ΕΛΛΑΔΑ: Ακαθάριστη προστιθέμενη αξία ως ποσοστό του ΑΕΠ για επιλεγμένους τομείς, 1995-2015
A = Χρηματοοικονομικά, ασφαλίσεις, ακίνητα, ενοικίαση και εκμίσθωση και υπηρεσίες προς αυτές
B = Γεωργία, δασοκομία και αλιεία, μεταποίηση, ενέργεια και υπηρεσίες προς αυτές
C = Κατασκευές και υπηρεσίες προς αυτές
|
Πηγή: Eurostat (2017), "Gross value added and income by A*10 industry breakdowns" στην Eurostat Database
Ανάμεσα στη Ζ από το Φιλότι και στον Κ από το καφέ της Κανάρη, υπάρχουν χιλιάδες άλλες επιχειρήσεις, μικρές και μεγάλες οι οποίες παράγουν, εμπορεύονται, παρέχουν υπηρεσίες ή απομυζούν κέρδη από προσόδους κάθε είδους. Υπάρχουν επίσης οι δημόσιες και δημοτικές υπηρεσίες και επιχειρήσεις, οι συνεταιρισμοί, οι Κ.Α.Λ.Ο., τα ερευνητικά κέντρα, ακόμα και οι ένοπλες δυνάμεις. Συγκροτούν τον πολύπλοκο ιστό της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, όπου κυριαρχούν άνισες ταξικά, κατά φύλο και γεωγραφικά, σχέσεις. Ωστόσο, σ’ αυτή την πολυπλοκότητα είναι ευδιάκριτες οι δύο, ανόμοιες στο εσωτερικό τους, ομάδες που εντοπίζω με αυτό το σημείωμα: εκείνες και εκείνοι που, όντας οι περισσότεροι/ες, κερδίζουν παράγοντας ή παρέχοντας υπηρεσίες αλλά έχουν μικρότερο μερίδιο στον εθνικό πλούτο. Και οι άλλες/οι που, αν και αριθμητικά λιγότεροι, κατέχουν το μεγαλύτερο μερίδιο του εθνικού πλούτου από μη δεδουλευμένα εισοδήματα. Δεν είναι τυχαίο ότι στο διάστημα 2010-2016 το πλουσιότερο 10% των νοικοκυριών στην Ελλάδα αύξησε το μερίδιο του στον εθνικό πλούτο από 38.8% σε 54%, σύμφωνα με την Credit-Suisse.
Αυτό λοιπόν είναι ένα από τα δομικού χαρακτήρα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση, αλλά η «Στρατηγική ανάπτυξης» το αγνοεί. Δεν γνωρίζω αν πρόκειται για μια τεχνοκρατική αβλεψία, ή για μια ρηχή, οικονομίστικη ανάλυση. Όμως και οι δύο εκδοχές παραγνωρίζουν τα κατ’ εξοχήν πολιτικά υποκείμενα που πρέπει να ενδιαφέρουν την Αριστερά, αυτές και αυτούς που αμείβονται από τη δουλειά τους κάνοντας κάτι χρήσιμο για την κοινωνία.
(Πρώτη δημοσίευση: ΧΡΟΝΟΣ, 17 Φεβρουαρίου 2019)
Πηγή: https://chronos.fairead.net/hadjimichalis-stratigiki-mellon?fbclid=IwAR0YEo69BfrzObaEI26aZHI2MqeNBrl-PKR8d1DjzC-s8W64cE1-aeePOrM