Η αισθητική του κάγκελου και της πλαστικής τέντας του Σήφη Φανουράκη

Γράφτηκε από  Κατηγορία ΑΠΟΨΕΙΣ Κυριακή, 26 Νοεμβρίου 2017 10:09

Το «αισθητικόν» και τα κάγκελα

Σύμφωνα με τον Σωκράτη «το καλόν συμπίπτει με το αγαθόν, ενώ αμφότερα συμπίπτουν με το ωφέλιμον».

Είναι σαφές ότι για τον Σωκράτη, η Αισθητική (το κάλλος, το καλόν) και η Ηθική (το αγαθόν) συμπληρώνονται από το ωφέλιμον, ενώ και τα τρία μαζί συνιστούν αυτό που κοινά λέμε «Αισθητικό».

Άλλωστε στην αρχαιότητα, το κάλλος, το αγαθόν και το ωφέλιμον, μέσα στην απλότητα, στο απέριττο, πραγματώθηκε η πιο υψηλή έκφραση της ισορροπίας του Απολλώνιου και Διονυσιακού στοιχείου που απεικονίζονται στον πολιτισμό του Παρθενώνα, ο οποίος μνημονεύεται και από τον Περικλή με εκείνο το : «Φιλοκαλούμεν τε γαρ μετ΄ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας».

Στην πόλη του Ηρακλείου ό,τι απόμεινε από την ιστορία της και τη συλλογική μνήμη της, κατεδαφίζεται καθημερινά, στα πλαίσια μιας γενικότερης κοινωνικής κατεδάφισης και αλλοιώνεται το «πρόσωπό της». Κάθε μέρα η Δημοτική Αρχή προσπαθεί να προστατεύσει από «αόρατους και ορατούς εχθρούς» με κάγκελα στα τείχη και στο ισόγειο της  Λότζια ( σε λίγο καιρό θα τοποθετηθούν), με κακόγουστες εφήμερες γιορτινές κατασκευές στην πλατεία Ελευθερίας, για τις οποίες δεν έχει έγκριση από κανένα φορέα που προστατεύει αυτή την πόλη και από τις οποίες υποθέτω θάχει κάποιο οικονομικό όφελος, με την ενοικίαση του δημόσιου χώρου και την μετατροπή των πεζόδρομων σε τραπεζόδρομους.

Έτσι, σταδιακά στην πόλη συμβαίνει αυτό που εύστοχα μας τραγουδά ο Πανούσης : «Κάγκελα, κάγκελα, παντού και τα μυαλά στα κάγκελα του αόρατου εχθρού», το οποίο έχει πλέον καταστεί  ιδεοληψία κεκαλυμμένη από έννοιες της ασφάλειας, του εφήμερου και μιας «ιδιότυπης αισθητικής αντίληψης» τύπου Αβραμόπουλου, που γέμισε την Αθήνα με κάγκελα.

Προφανώς τα κάγκελα στην Μποφόρ προστατεύουν από τον εχθρό «της απροσεξίας» των νέων που συχνάζουν τα Σαββατόβραδα και τα κάγκελα στην Λότζια θα προστατεύουν το κτήριο από τους μόνιμους εχθρούς, τους νέους που χρησιμοποιούν το χώρο, που τους ονομάζουν και «αναρχικούς».

Δεν φαίνεται όμως να προστατεύεται ο Δημόσιος χώρος, από τα πλαστικά «σκηνικά ομοιώματα» (τέντες, πλαστικά, επιγραφές, διαχωριστικές κατασκευές hai -tech ) μπροστά στα κτήρια, ιδιαίτερα στα ιστορικά, και τα οποία  επιβάλουν μια ριζοσπαστική «απολιτιστικοποίηση» του ιστορικού χώρου. Και κάπως έτσι, η ποιότητα της αστικής ζωής υποθηκεύεται από το εμπόρευμα και τον καταναλωτισμό και από την δράση των οικονομικών ομάδων.

Αν θέλει κάποιος να επιμερίσει ευθύνες θα πρέπει η γνωρίζει ότι, από την πλευρά τoυ Δήμου  λειτουργεί ο φόβος του «πολιτικού κόστους». Από την πλευρά όλων των τεχνικών λειτουργεί μια άκρατη «επιθετικότητα» σε ότι προστατεύεται, στο όνομα της εμπορευματοποίησης. Από την πλευρά της «αγοράς» λειτουργεί η προάσπιση των συμφερόντων της με κάθε κόστος. Από την πλευρά των δημοσίων λειτουργών εμφανίζεται μια «δειλία» στο να προστατεύσουν την ιστορία του ιστορικού κτισμένου περιβάλλοντος.

Ο συνδυασμός αυτής της κοινωνικής «παθολογίας» ευνοεί την επιβίωση μιας εφήμερης ασημαντότητας του κτισμένου περιβάλλοντος που μας περιβάλλει.

Δεν είναι μάλλον τυχαίο το ότι στις αρχές του 1946 το δημοτικό συμβούλιο Ηρακλείου αποφάσισε την κατεδάφιση των τειχών του Ηρακλείου. Ούτε είναι τυχαίο το ότι, ιδιαίτερα η πόλη του Ηρακλείου, δεν αντιπροσωπεύει πια το σύστημα, αφού η ίδια «είναι» το σύστημα συσσώρευσης οικονομικών δραστηριοτήτων στο έδαφος, και πεδίο κατανάλωσης του Δημόσιου χώρου.

Κι΄όμως αυτή η πόλη, είναι μια πόλη «παλίμψηστον», όπου πολλά στρώματα πολιτισμού εγγράφονται στον ίδιο χώρο. Κάθε «στρώμα» αποτελεί υπόβαθρο και μπορεί να επιδράσει στο επόμενο. Το Βυζαντινό και Αραβικό στρώμα εγγράφεται περίπου πάνω στο Μινωικό, ενώ στην συνεχεία, οι Βενετοί εγκατέστησαν το δικό τους πολιτισμό, επεκτείνοντας τον Βυζαντινό. Τέλος, οι Τούρκοι άφησαν τα ίχνη τους πάνω στην «κραταιά» Βενετσιάνικη πόλη.

Όλα αυτά τα πολιτισμικά ίχνη στο πέρασμα του χρόνου, χωρίς να αλλοιωθούν, συγκροτούν σταδιακά  τα  χαρακτηριστικά της ταυτότητας της  πόλης, που μορφοποιεί τον  αστικό ιστό και τα μνημεία της.

Είναι μια πόλη την οποία τρέφει ο μύθος, μέσα από τις «απουσίες» και τις καταστροφές. Αντιστέκεται στο χρόνο και είναι «ανοικτή» πολιτισμικά, ενώ περιβάλλεται από περιτείχιση. Μεταφέρει ιστορικές μνήμες και πολιτισμικές εμπειρίες και ταυτόχρονα επιτρέπει την κοινωνική και αστική γκετοποίηση. Είναι μια πόλη με αντιφάσεις και κοινωνικές συγκρούσεις.

Η ιστορία αυτής της πόλης μας διδάσκει ότι, ο οποιοσδήποτε νομιμοποιείται  να κατασκευάσει ότι ακριβώς θέλει.

Η πολιτική στην πόλη

Αν θεωρήσουμε την πόλη ως έργο των χεριών και της νόησης του ανθρώπου, θα πρέπει να αποδεχτούμε ότι όλα όσα συσσωρεύονται στο «σώμα» της, αποτελούν δείκτες προόδου. Όμως κάτι τέτοιο δεν αποκλείει την ύπαρξη διαφορετικών αξιολογήσεων αυτής της προόδου, αλλά και διαφορετικών αξιολογήσεων  των πολικών επιλογών.

Έτσι, η πολιτική συνιστά το πρόβλημα των επιλογών και γίνεται σημαντικός παράγοντας στην εξέλιξή της του Ηρακλείου.

Το «δικαίωμα στην πόλη» είναι, «η πιο συνεπής, η πιο συνολική, και η πιο επιτυχημένη προσπάθεια του ανθρώπου να ανακατασκευάσει τον κόσμο στον οποίο ζει ώστε να συμφωνεί περισσότερο με τις επιθυμίες του».

Αν αποδεχτούμε αυτή την άποψη τότε θα πρέπει να επιλέξουμε, ποιά πόλη θέλουμε, τι είδους κοινωνικές σχέσεις αναζητούμε, ποιές σχέσεις με τη φύση θέλουμε  να έχουμε, τι τρόπο καθημερινής ζωής επιθυμούμε, και τι αισθητικές αξίες επιλέγουμε.

Για την πόλη μας, το «δικαίωμα» αυτό σημαίνει, πολύ περισσότερα πράγματα από το δικαίωμα της πρόσβασης στους «πόρους» (πολιτιστικούς ή οικονομικούς) που αυτή ενσωματώνει. Είναι το δικαίωμα αλλαγής της πόλης σύμφωνα με τις επιθυμίες μας. Είναι επιπλέον, ένα συλλογικό δικαίωμα, αφού η αλλαγή της πόλης βασίζεται στην άσκηση συλλογικής εξουσίας επί των διαδικασιών της αστικοποίησης.

Η ριζοσπαστική διεκδίκηση του δικαιώματος στην πόλη εννοείται, ως διεκδίκηση διαμόρφωσης της αστικοποίησης και των τρόπων με τους οποίους αυτή η πόλη έχει συσσωρεύσει σε διάφορες «στρώσεις».

Άλλωστε όλες οι πόλεις από την γέννησή τους, εμφανίστηκαν μέσω των γεωγραφικών κοινωνικών και υλικών συσσωρεύσεων και η αστικοποίηση υπήρξε πάντα, ένα ταξικό φαινόμενο, δεδομένου ότι τα υλικά πλεονάσματα  έχουν απαλλοτριωθεί από κάπου και από κάποιους και τυπικά ανήκουν σε λίγους.

Σε όλες τις φάσεις ανάπτυξής της πόλης μας,  η αστικοποίησης επέφερε σημαντικούς μετασχηματισμούς στον τρόπο ζωής. Η ποιότητα της αστικής ζωής έχει γίνει εμπόρευμα για λίγους. Η ίδια η πόλη αποτελεί ένα «τόπο» όπου, ο καταναλωτισμός, ο τουρισμός, οι βιομηχανίες που βασίζονται στην κουλτούρα και τη γνώση, έγιναν μείζονες όψεις της αστικής πολιτικής.

Έτσι, η πόλη μετατράπηκε σε τόπο κατανάλωσης αλλά και πεδίο κατανάλωσης του τόπου.

Τα εμπορικά κέντρα, οι μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων και γενικά οι εμπορευματοποιημένες περιοχές, πολλαπλασιάζονται όπως και τα καταστήματα ταχυφαγίας, και οι χώροι «ειρήνευσης μέσω ενός καφέ».

Το «δικαίωμα στην πόλη» έχει  περάσει πλέον στα χέρια ιδιωτικών και ημι-ιδιωτικών συμφερόντων, που αναμορφώνουν την πόλη σύμφωνα με τις επιθυμίες τους  :  με «αναπλάσεις» και πεζοδρομήσεις, που ανατρέπουν την υπάρχουσα αξία γης και διαμορφώνουν νέες αξίες, ενώ ταυτόχρονα «θέλγουν» τους τουρίστες, χωρίς να επιτελούν καν το πραγματικό τους ρόλο.

Η καθημερινή ζωή σε τούτη εδώ την πόλη, με τα προάστια, τη μονοτονία των μεγάλων εμπορικών κέντρων, οι «χλιδάτες» μορφές της αστικής αρχιτεκτονικής, τη « γαλήνη» ενός αστικού πάρκου, ασφαλώς και παθητικοποιούν την σκέψη και την πολιτική δράση και έχει μεταβληθεί σε «ομοιογενή» μέρη ενός μοναδικού επιπέδου οικονομικών υπηρεσιών και αποτελεί ένα σύστημα  συσσώρευσης οικονομικών δραστηριοτήτων στο έδαφος.

Τα προβλήματα μιας πόλης δεν θα πρέπει να ενδιαφέρουν τους κατοίκους της παρά μόνο ως προβλήματα πολιτικής του χώρου γενικά. Η πολιτική όμως :  ως πρόβλημα των επιλογών, για τη λειτουργία και την εικόνα της πόλης, η οποία καθορίζεται πάντα και μόνο από τους πολιτικούς της θεσμούς.

Η πολιτική λοιπόν, ως επιλογή και ως θέληση της κοινότητας στο «δικαίωμα» στην πόλη και στον χώρο της, γίνεται σημαντικός πρωταγωνιστής στην μετατροπή του αστικού χώρου : σε συσσωρευτή προόδου, κοινωνικής εμπειρίας, συλλογικής μνήμης και κοινωνικής και ταξικής θέλησης.

Aς αρχίσουμε τουλάχιστον να, «Φιλοκαλούμεν μετ΄ευτελείας και να φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας».

Πηγή: http://www.candianews.gr/2017/11/22/i-esthitiki-tou-kagkelou-ke-tis-plastikis-tentas/

Διαβάστηκε 2301 φορές