Το Ελληνικό δε θα πάψει να έρχεται στην επικαιρότητα, μέχρι να μάθουμε ότι η λέξη αρπαγή κλίνεται όπως η λέξη απορρύθμιση. Η σύμπτωση της κινητοποίησης της «Ελληνικός Χρυσός» για τις «γραφειοκρατικές της ταλαιπωρίες» ήταν ιδιαίτερα εύγλωττη. Για κάμποσες μέρες, μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης, όλα τα ελληνικά νοικοκυριά έπρεπε να βγάλουν μια κόλλα χαρτί και ν’ απαντήσουν στο ερώτημα: «Σε τι μας χρειάζεται η νομιμότητα όταν μιλάμε για μια μεγάλη επένδυση»;
Στην περίπτωση του Ελληνικού, η απάντηση είχε να κάνει με την υπόσχεση της ευημερίας και της κοσμοπολίτικης λάμψης στις φουτουριστικές εικόνες από Ντουμπάι και Λας Βέγκας που μας βομβάρδισαν με τη φροντίδα της ενδιαφερόμενης αναπτυξιακής εταιρείας. Κάτι θα περισσέψει και για μας, το δίχως άλλο, από το χρήμα που θα ρέει δίπλα μας. Γιατί να σκαλίζουμε λεπτομέρειες με την ιστορική κληρονομιά μας; Στην περίπτωση της Χαλκιδικής, η απάντηση είχε να κάνει με την απειλή της ανεργίας. Κάποια προνόμια αξίζει, ασφαλώς, αυτός που μας δίνει δουλειά σε τόσο δύσκολους καιρούς. Γιατί να σταθούμε σε ιδεοληψίες πολεοδομικές και περιβαλλοντικές; Σκληρό το μάθημα του αδιεξόδου και της ταπείνωσης που πήραμε από τη διαχείριση της οικονομικής κρίσης, η εμπέδωση της υπόθεσης ότι δεν υπάρχει άλλη λύση στη γενικευμένη καταστροφή που κάθε κοινωνία βιώνει σήμερα με τον δικό της τρόπο από την προσαρμογή κάθε κοινωνίας, με τον δικό της τρόπο, στους κανόνες της αγοράς.
Όπως εξηγούν οι Peck και Tickell (1), ο νεοφιλελευθερισμός παράγει πολλαπλούς «τοπικούς νεοφιλελευθερισμούς», μέσα από την επίθεση στα εργαλεία με τα οποία κάθε κοινωνία αμύνεται στη μετατροπή της σε κοινωνία της αγοράς. Τέτοια εργαλεία είναι οι κανόνες δικαίου, οι αναδιανεμητικοί μηχανισμοί, ο σχεδιασμός του χώρου, η πολεοδομία. Με τη διατύπωση του Harris (2), «σ’ ένα κράτος με κυρίαρχο καθοδηγητικό ρόλο στην κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη, η πολεοδομία δίνει έμφαση σε υποχρεωτικούς ελέγχους ενσωματωμένους σε ότι πρέπει να αλλάζει σε προβλέψιμη κατεύθυνση. Σήμερα, όμως φαίνονται αναπόφευκτες οι σχεδόν διαρκείς “δομικές προσαρμογές” της οικονομίας και της διακυβέρνησης σε ολοένα και πιο απαιτητικές και μεταβλητές εξωτερικές περιστάσεις». Η ευελιξία γίνεται το πιο κρίσιμο χαρακτηριστικό της οικονομίας, των θεσμών, των ίδιων των ανθρώπων. Τίποτε επομένως δεν θα είναι πια κανονικό, τίποτε δεν θα είναι γνωστό ή προβλέψιμο στην πολεοδομική ατζέντα. Η εξειδικευμένη διάγνωση των προβλημάτων δεν θα οδηγεί σε προτάσεις για δράση. Ο σχεδιασμός του χώρου δεν θα δίνει στο Δημόσιο οποιονδήποτε ρόλο είτε στην παροχή και διανομή αγαθών, είτε στην εγγύηση δικαιωμάτων και κανόνων. Η κατεύθυνση είναι προς «στρατηγικές» με αόριστα και ευέλικτα «σενάρια» χωρίς συγκεκριμένους στόχους, κανόνες ή ελέγχους, προς ποικίλα «προγράμματα» που απορρέουν από έναν απίστευτο λαβύρινθο χρηματοδοτικών ροών και διακρατικών δεσμεύσεων. Αρκεί, να εκμεταλλευόμαστε απροσδόκητες ευκαιρίες, όπως δείχνει η τόσο δημοφιλής (και ήδη αυτονόητη) ιδέα της «επιχειρηματικής πόλης». Πρωταγωνιστές οι επιχειρήσεις, διάφορες τοπικές και υπερτοπικές συμμαχίες και συμπράξεις, η κοινωνία των πολιτών χωρίς πολιτική, η καρικατούρα της διαβούλευσης στη θέση της δημοκρατίας.
***
Το κανονιστικό πλαίσιο στον σχεδιασμό του χώρου είναι ό,τι πιο πολύ εχθρεύεται η δομική προσαρμογή. Στη γλώσσα της, κάθε ρύθμιση, πέρα από τα κίνητρα για την επέκταση των «θυλάκων της αγοράς» έχει επιπτώσεις στην παραγωγικότητα, έχει κόστος που θα πρέπει να μετακυληθεί από τις επιχειρήσεις στο κοινωνικό σώμα (regulatory tax). Ολοένα και περισσότερες είναι πλέον οι μελέτες που εκτιμούν αυτό το κόστος, μαζί με τις αναγκαίες πολιτικές απορρύθμισης. Το ενδιαφέρον είναι ότι ακόμα και ο οικονομικός εμπειρισμός αναδεικνύει το πολιτικό ζήτημα που υπάρχει εδώ. Όπως παρατηρεί ο Crafts (3), για να συνδέσουμε την απορρύθμιση με καλύτερες επιδόσεις ως προς την οικονομική μεγέθυνση, θα πρέπει να αναφερθούμε ειδικά σε χώρες που ξεκινούν από μια θέση που συνδυάζει υψηλό επίπεδο ρύθμισης και αδύναμη διακυβέρνηση όπως είναι η Κίνα και η Ινδία. Αντίθετα, στον Δυτικό κόσμο η επίδραση που έχουν οι αλλαγές του επιπέδου ρύθμισης στην οικονομική μεγέθυνση δεν είναι δραματική. Ίσως όμως αυτό ακριβώς το πολιτικό ζήτημα να καθορίζει τη βιαιότητα της επίθεσης που γίνεται σήμερα στα καθεστώτα ρύθμισης. Ο Cheshire (4), χωρίς περιστροφές, ορίζει το Βρετανικό σύστημα σχεδιασμού ως «το τελευταίο άθικτο κατάλοιπο του μεταπολεμικού οράματος κρατικού σχεδιασμού και ελέγχου». Όπως εξηγεί, «οι οραματιστές που το σχεδίασαν είχαν μαθητεύσει στις σοσιαλιστικές ιδέες του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Ήταν πολύ επιφυλακτικοί με τις αγορές και υποτιμούσαν τα οικονομικά κίνητρα ως ανήθικα. Αντί για την κερδοσκοπία και το όφελος, το σύστημα σχεδιάστηκε για να διαπραγματεύεται “ανάγκες”, όπως τις όριζαν οι πολεοδόμοι, άσχετα με οικονομικές έννοιες όπως η ζήτηση και η προσφορά. Εξ άλλου, οι πολεοδόμοι δίνουν στη λέξη “προσφορά” διαφορετική έννοια από αυτήν που της δίνει η αγορά. Αυτή η διαφορά έχει σημασία. Καλώς ή κακώς ο κόσμος της οικονομίας σήμερα, δε δουλεύει με τις αρχές του Φαβιανού Σοσιαλισμού όπως τον έβλεπαν η Beatrice και ο Sydney Webb. Γι’ αυτό και οι οικονομολόγοι θα έλεγαν ότι σήμερα η αγορά εκδικείται».
Η αμφισβήτηση του πολεοδομικού σχεδιασμού είναι πράγματι υπόθεση της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Η Ομοσπονδιακή Αποθεματική Τράπεζα της Ν. Υόρκης έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις οικονομικές επιπτώσεις του ζόνινγκ των χρήσεων γης, αφιερώνοντας σ’ αυτές ολόκληρο το τεύχος του Economic Policy Review που εξέδωσε το 2003. Ένας από τους πρωταθλητές του αγώνα για ένα ευέλικτο μη-περιοριστικό σχεδιασμό είναι ο Martin Wolf (5) εκδότης των Financial Times. Δεν έχουν τέλος και οι μελέτες του ΟΟΣΑ πάνω στο ζήτημα, με χαρακτηριστικό το στρογγυλό τραπέζι που έγινε το Φεβρουάριο 2008 με ευθύνη της Επιτροπής Ανταγωνισμού και με αντικείμενο τα προβλήματα που ο σχεδιασμός των χρήσεων γης προκαλεί στην ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας στις ανεπτυγμένες χώρες. Όπως διαβάζουμε στα πρακτικά της συνάντησης (6), «σημαντικό μέρος του όγκου των εμπορικών συναλλαγών θίγεται από τους πολεοδομικούς κανονισμούς, τις διαδικασίες αδειοδότησης κ.λπ… Τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά οφέλη τέτοιων διαδικασιών θα πρέπει να σταθμιστούν σε σχέση με το κόστος τους – και κρίσιμο στοιχείο αυτού του κόστους είναι οι επιπτώσεις στις αγορές και τον ανταγωνισμό». Το κείμενο κάνει συστάσεις στις αρχές των χωρών μελών να προωθήσουν τον ανταγωνισμό ως κριτήριο της πολεοδομικής τους πολιτικής, χωρίς να αποκλείεται η προνομιακή αδειοδότηση και μεταχείριση κάποιων επιχειρήσεων γιατί, «αν τα προνόμια δίνονται με ποιοτικά κριτήρια τότε δεν είναι διαφθορά». Όσο για τη βλάβη που ίσως προκαλείται έτσι σε άλλες επιχειρήσεις ή ομάδες πληθυσμού, δεν θα πρέπει να την αντιμετωπίσουν περιορίζοντας τον ανταγωνισμό αφού από αυτόν εντέλει «θα έχουν οι καταναλωτές το μέγιστο όφελος».
***
Αυτού του είδους τις πολιτικές διαχέουν τα επιτελεία της παγκοσμιοποίησης με τους μηχανισμούς προπαγάνδας και καταστολής τους. Το Ελληνικό και οι Σκουριές δεν είναι μόνο πολύτιμοι πόροι που εκχωρούνται στην κερδοσκοπία, αλλά ασκήσεις στο πώς να αποδεχόμαστε την κερδοσκοπία σαν τη μόνη πηγή δικαίου, στο πώς να ζούμε σ’ έναν κόσμο που δεν έχει άλλους κατοίκους παρά μόνο επιχειρηματίες και καταναλωτές, έναν κόσμο όπου η αγορά θα εκδικείται κάθε αξίωσή μας για ανθρώπινη ζωή.
(1) Peck, J., and Tickell, A., (2002) Neoliberalizing Space. Antipode, 34 (3), Oxford University Press, 380-404.
(2) Harris, N., (1994) Structural adjustment and cities: three papers. Working Paper 63, Development Planning Unit, London University College.
(3) Crafts, N., (2006) Regulation and Productivity Performance. Oxford Review of Economic Policy, 22 (2), 186-202.
(4) Cheshire, P., (2005) Unpriced regulatory risk and the competition of rules: unconsidered implications of land use planning. Journal of Property Research, 22 (2/3), 225-244.
(5) Wolf, M., (2005) A Conspiracy that Raises House Prices. Financial Times, 23 Sept, 19
(6) OECD, (2008b) Land Use Restrictions as Barriers to Entry. Paris.
Πηγή: https://www.e-dromos.gr/to-ellhniko-kanones-kai-ideolhpsies/