Προσοχή στον «ποιοτικό μαζικό τουρισμό»! της Βάννας Σφακιανάκη

Γράφτηκε από  Κατηγορία ΑΠΟΨΕΙΣ Τετάρτη, 11 Δεκεμβρίου 2013 06:42

Οι έννοιες του «ποιοτικού», του «μαζικού», του «εναλλακτικού» τουρισμού, αλλά και της «ήπιας ανάπτυξης» δεν είναι ουδέτερες έννοιες. Συνδέονται με συγκεκριμένη πολιτική όλων των τελευταίων κυβερνήσεων και γιαυτό γίνονται ιδιαίτερα επικίνδυνες όταν οι αναφορές σ’ αυτές γίνονται χωρίς επεξηγήσεις και προσδιορισμούς.

Σήμερα που υπάρχει μια νέα κινητικότητα γύρω από τις αλλαγές του θεσμικού πλαισίου [τροποποίηση χωροταξικού του τουρισμού, αναθεώρηση περιφερειακών χωροταξικών, μεταρρύθμιση πολεοδομικού και χωροταξικού πλαισίου χάριν «ανάπτυξης»], ιδιωτικοποιήσεις και προώθηση -με fasttrackή μη διαδικασίες- τουριστικών επενδύσεων παντού στην Ελλάδα και βέβαια στην Κρήτη και δηλώνεται προτεραιότητα χρηματοδοτήσεων στον τουρισμό από το νέο ΕΣΠΑ, ας ξαναδούμε αυτές τις έννοιες.

Η ορολογία γύρω από τον τουρισμό

Μπορεί να μιλούμε -χρόνια τώρα- για «ήπιο τουρισμό», μπορεί και να βρίσκουμε θεσμοθετημένες «περιοχές ανάπτυξης ήπιου τουρισμού» σε χωροταξικά και πολεοδομικά σχέδια, ωστόσο ούτε επίσημος ορισμός, ούτε προδιαγραφές της «ήπιας τουριστικής ανάπτυξης» υπάρχουν. Συνήθως γίνεται ένα σκόπιμο παιγνίδι, όπου ως «ήπια τουριστική ανάπτυξη», θεωρείται μόνο η μείωση των πολύ υψηλών συντελεστών δόμησης που προβλέπονται για τις εκτός σχεδίου δόμησης, τουριστικές εγκαταστάσεις. Κατά τ’ άλλα, διαφοροποιήσεις ανάλογα με την ταυτότητα του κάθε χώρου, όπως π.χ. σχέση αριθμού κατοίκων και επισκεπτών, δεν υπάρχουν.

Παράλληλα σε κάθε συζήτηση και μελέτη, θα βρει κανείς τον όρο «ποιοτικός τουρισμός». Ούτε κι αυτός ο όρος έχει οριστεί και περιγραφεί επίσημα. Τι εννούμε μιλώντας για ποιότητα; Ποιότητα στις τουριστικές περιοχές που δημιουργούμε, ποιότητα  στις υπηρεσίες που προσφέρουμε; Ποιότητα των επισκεπτών που περιμένουμε να έρθουν; Κι αν ναι, η ποιότητα αυτή προέρχεται από το επίπεδό τους και τη σχέση τους με το χώρο που επισκέπτονται, ή απλά και μόνο από τις διαφοροποιημένες απαιτήσεις τους, λόγω της εισοδηματικής τους τάξης;

Άλλο παιχνίδι γίνεται με τον «εναλλακτικό τουρισμό». Πολλοί θεωρούν ότι εναλλακτικός τουρισμός είναι ο συνδεδεμένος με δραστηριότητες, που τις φαντάζονται στη φύση ή και στην πόλη (φυσιολατρικός, θαλάσσιος, πολιτιστικός συνεδριακός κλπ.). Έλα όμως που στην πραγματικότητα, αν μελετήσει κανείς τη νομοθεσία θα ανακαλύψει ότι στον εναλλακτικό τουρισμό συγκαταλέγονται οι «σύνθετες τουριστικές επενδύσεις», με τα γήπεδα γκολφ και τις λοιπές παιδικές χαρές για ανώτερα εισοδηματικά στρώματα!

Οι «σύνθετες τουριστικές επενδύσεις» αποτελούν τον απόλυτο ορισμό του ποιοτικού –με την έννοια των απαιτήσεων των ανώτερων εισοδηματικά στρωμάτων- μαζικού τουρισμού, με χαρακτηριστικά απόλυτης απομόνωσης από την τοπική κοινωνία, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που απομονώνονται από την πόλη, τα γκέτο των μεσαίων και υψηλών εισοδηματικών στρωμάτων, που υπόσχονται ηρεμία και ασφάλεια, σε σχέση με τα τεκταινόμενα στην πόλη.

Αυτού του είδους ο «εναλλακτικός τουρισμός» προορίζεται να καταλάβει όλες τις παρθένες παραλίες των νησιών και των περιοχών Νατούρα, που δεν έχουν ακόμα καταληφθεί από τον μαζικό τουρισμό. Μάλιστα σε άλλα νομοθετήματα, υπάρχει η πρόβλεψη να μπορούν να δημιουργηθούν «ζώνες περιορισμού δόμησης» γύρω από τις εγκαταστάσεις αυτές, έτσι ώστε να απομονώνονται ακόμα περισσότερο από τον περίγυρο και να αποκλείονται τα μικρά έργα που συσσωρεύονται συνήθως άναρχα, γύρω από τις μεγάλες τουριστικές εγκαταστάσεις.

Ο «άλλος» εναλλακτικός τουρισμός, ο τουρισμός των ποιοτικών μικρών καταλυμάτων, οδηγείται μακριά από τη θάλασσα, στην ενδοχώρα ή σε οικισμούς, που δεν έχουν ακόμα αλωθεί από την επέλαση του μαζικού τουρισμού. Αυτό γίνεται είτε από τη νομοθεσία, είτε από την -εκ των πραγμάτων- επικράτηση του μαζικού τουρισμού στις ακτές. Κι αυτό, μέχρι η συσσώρευση μονάδων, να τον μετατρέψει κι αυτόν από ήπιο  ...σε μαζικό!

 

Ο «μαζικός τουρισμός» είναι βέβαια μια υπαρκτή δραστηριότητα, όμως κανείς –εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία- δεν νιώθει άνετα να τον υποστηρίξει. Όλοι μάλιστα αποφεύγουν ακόμα και να τον κατονομάσουν. Κι αυτό γιατί ο μαζικός τουρισμός ευθύνεται για μαζική καταστροφή όχι μόνο του περιβάλλοντος, αλλά και του ίδιου του τουριστικού προϊόντος.  Στο Στρατηγικό Σχέδιο Ανάπτυξης του Ελληνικού Τουρισμού 2004-2010 διαπιστώνεται επίσημα η ολιγοψωνιακή διάθρωση τουριστικής ζήτησης, με συνέπεια τιςισχυρές πιέσεις για χαμηλές τιμές κι η αδυναμία διαπραγμάτευσης των μικρών τουριστικών μονάδων με τους ισχυρούς tour-operators.

Σε τέτοιες συνθήκες, το κυνήγι αύξησης του αριθμού των αφίξεων δημιουργεί αέναη «ανάγκη» αύξησης των υποδομών. Νέα έργα και νέα κόστη επιβαρύνουν την κοινωνία και το περιβάλλον. Στις καταναλώσεις σε νερό κι ενέργεια, ακούσαμε να προστίθεται και το αυξημένο κόστος διαχείρισης των απορριμμάτων. Αυτό ακριβώς απαντήθηκε από την Περιφέρεια Κρήτης, σε παρατηρήσεις που έγιναν ότι είναι υπερδιαστασιολογημένα τα έργα διαχείρισης: «μην ξεχνάτε τον τουρισμό»!

Σε τέτοιες συνθήκες, είναι ουτοπία να μιλάει κανείς και για συνεργασία τουρισμού – πρωτογενή τομέα, εκτός κι αν προτίθεται να δημιουργήσει ανάλογες συνθήκες και στον πρωτογενή: να διαλύσει δηλαδή και όχι να ανασυγκροτήσει τον τομέα παραγωγής τοπικών προϊόντων και να τον συγκεντρώσει σε λίγα χέρια. Μόνο που τότε δε θα μιλούμε πια ούτε για «ποιοτικά τοπικά προϊόντα»!

Ως προς τις εργασιακές σχέσεις, η κατάσταση έχει ξεπεράσει κάθε εφιάλτη. Καθένας αναρωτιέται όταν ακούει για θέσεις εργασίας, όχι μόνο για το τι είδους θέσεις είναι αυτές, αλλά και αν πρόκειται για θέσεις εργασίας για κατοίκους αυτής της χώρας. Αυξάνονται και πληθύνονται οι «μαθητευόμενοι»!

 

Με τις «σύνθετες τουριστικές επενδύσεις» και τις «περιοχές οργανωμένης τουριστικής ανάπτυξης» (ΠΟΤΑ), με προσέλκυση ξένων επενδύσεων, η διεθνοποίηση του τουρισμού επιτείνεται.  Πόσο «ποιοτικότερος» θα γίνει ο τουρισμός αν αυξηθεί η εξάρτησή του από τη διεθνοποιημένη αγορά, αν εγκατασταθεί σε απομονωμένες περιοχές, που θα λειτουργούν με πακέτα «allinclusive»;

Στον διεθνή τουρισμό «δεν υπάρχει ούτε μία χώρα που να γνωρίζει με ακρίβεια το καθαρό κέρδος  στο έδαφός της...Το μερίδιο της τοπικής οικονομίας από τα συνολικά έσοδα μπορεί να  περιοριστεί ακόμα και στο 10%, όταν για παράδειγμα οι τουρίστες μετακινούνται με πτήσεις τσάρτερ ξένων συμφερόντων, όταν διαμένουν σε ξενοδοχεία ιδιοκτησίας διεθνών επιχειρηματικών αλυσίδων, όταν στον τόπο διακοπών επιλέγουν τις υπηρεσίες πρακτορείων που είναι εξαρτημένα από τους διεθνείς τουριστικούς πράκτορες που τους πούλησαν το αρχικό πακέτο διακοπών».[1]

 

Η  Christine Richter, Ειδική στο Νομικό Καθεστώς του Τουρισμού και Γενική Γραμματέας της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Ταξιδιωτικών Συντακτών & Ανταποκριτών, δεν παραλείπει να θέσει το ερώτημα σχετικά με το κόστος των απαραίτητων υποδομών για τον τουρισμό, (δρόμους, αεροδρόμια, επικοινωνίες, ύδρευση, παροχή ενέργειας, κ.ά.) που συγκεντρώνονται στις ανεπτυγμένες τουριστικά ζώνες, ενώ εκλείπουν παντελώς στα υπόλοιπα  – μη τουριστικοποιημένα– τμήματα της χώρας. Θέτει επίσης το ζήτημα, αν αξίζει να επενδυθούν τόσο υψηλοί χρηματοδοτικοί πόροι σε τέτοιου είδους υποδομές, αν και όταν αυτές δεν συμβάλλουν θετικά στο βιοτικό επίπεδο του τοπικού πληθυσμού.

Το νέο νομοθετικό πλαίσιο για τον τομέα του τουρισμού

Το καλοκαίρι που πέρασε είχαμε μια κρίσιμη εξέλιξη για τον τουρισμό: την ψήφιση ενός νόμου που επιχείρησε να συνθέσει και να κατοχυρώσει θεωρήσεις,  ρυθμίσεις και προνόμια, που προσπαθούν να επιβάλλουν όλες οι κυβερνήσεις της τελευταίας δεκαετίας και δεν τα καταφέρνουν. Τα διάφορα -μέχρι τώρα- νομοθετήματα αφ’ ενός δεν «κουμπώνουν» απόλυτα μεταξύ τους κι αφ’ ετέρου συνάντησαν και συναντούν πολύ μεγάλες αντιδράσεις.

Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, χρειάστηκε να συνδυαστούν διάφορα, πέρα από αυτή καθαυτή την ψήφιση του νομοσχεδίου: να προγραμματιστεί η τροποποίηση του Ειδικού Χωροταξικού Σχεδίου για τον τουρισμό -αφού αναρτήθηκε σε μια ακόμα προσχηματική διαβούλευση που έληξε στις 22 Ιουλίου- και να εξαγγελθεί η επίσπευση της πλήρους τροποποίησης του νομοθετικού πλαισίου για τον πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό. Η τροποποίηση αυτή, έχει στόχο να αποδυναμώσει απόλυτα το χωροταξικό σχεδιασμό, μετατρέποντάς τον σε εκθέσεις ιδεών που θα γίνονται για να τηρούνται τα προσχήματα και να θωρακίζονται οι επενδύσεις έναντι μελλοντικών ακυρωτικών αποφάσεων. Παράλληλα, έρχεται να ταυτίσει τον πολεοδομικό σχεδιασμό με εφαρμογές περιστασιακές, που προβλέπονται από άλλους νόμους και επιτρέπουν στον κάθε «στρατηγικό επενδυτή» να πολεοδομεί την επένδυσή του, σε δημόσιο ή ιδιωτικό ακίνητο!

Στόχοι της συνολικής διαδικασίας, που θέλει «να εξαλείψει τα εμπόδια που μπαίνουν στην ανάπτυξη», είναι:

1. Να διασφαλιστεί η δυνατότητα υλοποίησης «σύνθετων τουριστικών επενδύσεων», δηλαδή να ενωθούν σε ένα, ο τουρισμός με την οργανωμένη δόμηση παραθεριστικής κατοικίας, όπως μόνο μεγάλοι όμιλοι σύνθετων δραστηριοτήτων επιδιώκουν. Το «επενδυτικό αντικείμενο» θα προέλθει από περαιτέρω καταστροφή μικρομεσαίων επιχειρήσεων του τουρισμού, που διαχρονικά αντιδρούσαν σε μια τέτοια προοπτική, όπως και επιχειρήσεων της παραθεριστικής κατοικίας, που ήδη έχουν κατασκευάσει 55.000 κατοικίες σε εθνικό επίπεδο και μένουν αδιάθετες.

2. Να εξασφαλιστεί ζωτικός χώρος για επενδύσεις. Για το σκοπό αυτό, «διατίθενται» νησιά και προστατευταίες περιοχές, που μέχρι σήμερα παραμένουν –καθόλου τυχαία- απροστάτευτα. Εξασφαλίζονται ακόμη ειδικά προνόμια σε δασικές περιοχές αλλά και τον αιγιαλό, όπου με πρόσχημα την κατασκευή λιμενικών έργων, αλλιώνονται οι ακτές για να δημιουργηθούν αμμώδεις παραλίες.

Προηγήθηκε μια διαδικασία αντίστοιχη με αυτή των «διατηρητέων» κτιρίων, συνόλων και ιστορικών κέντρων στον αστικό χώρο. Η έλλειψη ρυθμίσεων, η έλλειψη κινήτρων, κυρίως όμως πολιτικοί σχεδιασμοί στον αντίποδα αυτών που θα ενέπλεκαν την κοινωνία στην παραγωγή «καλών παραδειγμάτων», οδήγησαν στη δημιουργία υποτιθέμενου αδιεξόδου, έτσι ώστε να παραδοθούν εν τέλει όλοι στον υποτιθέμενο μονόδρομο! Αμέριστη η συμβολή και της κρίσης, που για τον τουρισμό -αλλά και για κάθε τομέα οικονομικών δραστηριοτήτων- αν δεν υπήρχε θα άξιζε να δημιουργηθεί!

Η εξέλιξη αυτή δεν είναι καθόλου τυχαία.

Έρχεται να ανταποκριθεί στον ένα από τους τέσσερεις κύριους τομείς παραγωγικών δραστηριοτήτων, που βλέπουν -μέσα στο δικό τους σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης- ο ΣΕΒ και η  Ελληνική Ένωση Τραπεζών, στη μελέτη «Η Ελλάδα 10 Χρόνια Μπροστά» (2011). Η μελέτη εκπονήθηκε από το γραφείο της McKinsey & Company στην Αθήνα με χορηγούς τους ίδιους και την μελετητική εταιρεία, όπως αναφέρεται στο προοίμιο της μελέτης[2]. Η αιτιολογική έκθεση μάλιστα του νομοσχεδίου για τον τουρισμό, την επικαλείται.

 

Ο ένας από τους τέσσερεις αυτούς τομείς είναι βέβαια ο τουρισμός, που -σύμφωνα με τη μελέτη- μπορεί να δημιουργήσει μέχρι το 2021, 220.000 νέες θέσεις εργασίας, με δημοσιονομική επίπτωση της τάξης των 3 δισ. €, και ωφέλεια του εμπορικού ισοζυγίου κατά περίπου 9 δισ. € ετησίως.

Οι προϋποθέσεις για να γίνει αυτό, σύμφωνα με τη μελέτη είναι:

1.    ο επαναπροσδιορισμός της εμπορικής πολιτικής,

2.    η δημιουργία ποιοτικών υποδομών με ταυτόχρονη επιτάχυνση των επενδύσεων,

3.    η διευκόλυνση πρόσβασης και μεταφορών,

4.    η ριζική αναβάθμιση των επαγγελματικών δυνατοτήτων και της τεχνογνωσίας.

Είναι προφανής η έμφαση που δίνεται από τη μελέτη της McKinsey στις ΠΟΤΑ (Περιοχές Ολοκληρωμμένης Τουριστικής Ανάπτυξης), στις υποδομές (30-35 νέες μαρίνες!) αλλά και σε όλα όσα διαβάζουμε και ακούμε κάθε μέρα στις ειδήσεις για τον τουρισμό και όχι μόνο (επιτάχυνση επενδύσεων, άρση εμποδίων και γραφειοκρατίας, διαδικασίες παροχής άδειας εισόδου κλπ.).

Ας σταματήσουμε όμως λίγο περισσότερο, στην επιδίωξη της μελέτης «να αλλάξει το μίγμα των τουριστών σε όφελος των ανώτερων εισοδηματικών τάξεων, (από 62/38 σε 55/45 μίγμα μέσης/εύπορης τάξης) μέσω της ποιοτικής αναβάθμισης του προϊόντος «ήλιου και θάλασσας».

Φαίνεται εν τέλει, ότι μοναδικός «ποιοτικός στόχος» είναι να διεθνοποιηθεί ακόμα περισσότερο ο τουρισμός, να διευρυνθεί το allinclusiveκαι ν’ ακριβήνουν τα πακέτα!  

Όταν το τσουνάμι δημιουργούσε ευκαιρίες αρπαγής γης, για ν’ αναπτυχθεί τουρισμός «υψηλού επιπέδου»

Η Ναόμι Κλάιν στο «Δόγμα του σόκ», αναφέρεται αναλυτικά στην αρπαγή γης που επιχειρήθηκε στη Σρι Λάνκα (Κεϋλάνη) μετά από το φοβερό τσουνάμι του 2004.

Στις ανατολικές ακτές του νησιού επικεντρώθηκε η κρατική υπηρεσία ανοικοδόμησης για «να τα φτειάξει όλα καλύτερα από πρίν». Εμπόδιο στο στόχο αποτελούσαν οι ψαράδες, που μέχρι τότε συνυπήρχαν στην παραλία με τους τουρίστες. Όταν το τσουνάμι παρέσυρε τα πάντα και δημιούργησε μια παρθένα παραλία, οι ψαράδες επέστρεψαν, όμως η αστυνομία τους απαγόρεψε να ξανακτίσουν τις καλύβες «για λόγους ασφαλείας». Μικρή λεπτομέρεια: οι ίδιοι λόγοι δεν ίσχυαν για τις τουριστικές εγκαταστάσεις! Τους ψαράδες τους έστειλαν σε απόσταση 200 μ. από τον αιγιαλό. Το νέο πρόβλημα ήταν, ότι εκεί δεν υπήρχε ...διαθέσιμος χώρος!

Ομάδα διεθνών συμβούλων επεξεργάστηκε ένα σχέδιο για τη μετατροπή του χώρου σε «υψηλού επιπέδου τουριστικό προορισμό», με 5άστερα ξενοδοχεία και πολυτελείς «οικολογικές καλύβες» όπου η διανυκτέρευση θα κόστιζε 300 δολλάρια, προβλήτα για υδροπλάνα και ελικοδρόμιο. Ο κόλπος του Αρούγκαμ θα αποτελούσε πρότυπο για τριάντα ακόμα «τουριστικές ζώνες». Το χειρότερο απ’ όλα ήταν πως τα 80 εκατομμύρια δολάρια που απαιτούνταν για το «αναπτυξιακό σχέδιο», θα προερχόταν από την οικονομική βοήθεια που είχε συγκεντρωθεί για τα θύματα από το τσουνάμι.

‘Ετσι, η χώρα επέστρεψε το 2006 στον εμφύλιο, που κράτησε άλλα τρία χρόνια.

«Το σχέδιο για την ανάπλαση της Σρι Λάνκα είχε καταρτιστεί δύο χρόνια πριν από το τσουνάμι. Όλα άρχισαν όταν τέλειωσε ο εμφύλιος πόλεμος και οι συνήθεις παίκτες (με προεξάρχουσες την Αμερικάνικη Εταιρεία Διεθνούς Ανάπτυξης – USAID, την Παγκόσμια Τράπεζα και το παρακλάδι της την Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης) κατέφθασαν στη χώρα για να συνωμοτήσουν για την ενσωμάτωση της Σρι Λάνκα στην παγκόσμια οικονομία...

Εν συντομία, ενώ στην υπόλοιπη Ασία θα υπήρχαν κάτεργα εντατικής εκμετάλλευσης του μόχθου των ανθρώπων και φρενήρεις χρηματιστηριακές αγορές, η Σρι Λάνκα θα εξυπηρετούσε το ρόλο του τόπου ανάπαυσης και διακοπών των πρωτοπόρων της Νέας Οικονομίας... Οι ξένοι σύμβουλοι ήταν πεπεισμένοι ότι το μέλλον της Σρι Λάνκα εξαρτιόταν από ξενοδοχειακές αλυσίδες όπως η AmanResorts, η οποία είχε πρόσφατα κατασκευάσει στις νότιες ακτές δύο εντυπωσιακά θέρετρα, όπου η διανυκτέρευση κόστιζε 800 δολάρια και σε κάθε σουίτα υπήρχε πισίνα...

Όμως, προτού η Σρι Λάνκα μπορέσει να εκπληρώσει το πεπρωμένο της ως της παιδικής χαράς της «πλουτονομίας», υπήρχαν μερικοί τομείς στους οποίους έπρεπε να γίνουν δραστικές βελτιώσεις... οι εργασιακοί νόμοι έπρεπε να γίνουν πιο ελαστικοί, ώστε οι επενδυτές να βρίσκουν πιο εύκολα προσωπικό... έπρεπε να εκσυγχρονιστούν οι υποδομές... Ωστόσο, καθώς η Σρι Λάνκα ήταν καταχρεωμένη εξαιτίας της αγοράς εξοπλισμών, η κυβέρνηση δε διέθετε τα απαραίτητα κονδύλια... Της προτάθηκαν οι γνωστές συμφωνίες: δάνεια από την Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ με αντάλλαγμα να ανοίξει την οικονομία της στις ιδιωτικοποιήσεις και στις «συνεργασίες δημόσιου και ιδιωτικού τομέα».

Όλα αυτά τα σχέδια και οι όροι διατυπώθηκαν στο RegainingSriLanka, το εγκεκριμένο από την Παγκόσμια Τράπεζα πρόγραμμα της θεραπείας – σοκ, το οποίο οριστικοποιήθηκε στις αρχές του 2003...

... η κυβέρνηση ζήτησε από τους πιο φτωχούς κατοίκους να εγκαταλείψουν τους μικρούς κλήρους τους και τις ιδιοκτησίες τους (ένα λαχανόκηπο, ένα φτωχικό σπίτι, μια πιρόγα) προκειμένου να κατασκευαστούν γήπεδα του γκολφ για αλυσίδες ξενοδοχείων όπως το Marriot ή το Hilton (ενώ οι ίδιοι θα κατέληγαν να γίνουν πλανόδιοι μικρέμποροι στους δρόμους του Κολόμπο). Επρόκειτο για μια άθλια συμφωνία και οι πολίτες της Σρι Λάνκα αντέδρασαν ανάλογα...

Η Σρι Λάνκα δεν ήταν η μοναδική χώρα την οποία έπληξε αυτό το «δεύτερο τσουνάμι». Παρόμοια περιστατικά αρπαγής γης και αλλαγής της νομοθεσίας σημειώθηκαν στην Ταϊλάνδη, στις Μαλδίβες και στην Ινδονησία...

Ένα χρόνο μετά το τσουνάμι η μη κυβερνητική οργάνωση ActionAid…δημοσιοποίησε μια εκτενή μελέτη για 50.000  επιζήσαντες από το τσουνάμι σε πέντε διαφορετικές χώρες. Παντού επαναλαμβανόταν το ίδιο μοτίβο: απαγορευόταν στους κατοίκους να ξανακτίσουν, όμως παρέχονταν άφθονα κίνητρα στα ξενοδοχεία...

Ωστόσο η εκμετάλλευση του τσουνάμι πουθενά αλλού δεν υπήρξε μεγαλύτερη από ότι στις Μαλδίβες. Εκεί η κυβέρνηση δεν περιορίστηκε μόνο στην απομάκρυνση των φτωχών από τις ακτές, αλλά χρησιμοποίησε το τσουνάμι για να προσπαθήσει να απομακρύνει τους πολίτες από το μεγαλύτερο μέρος των βιώσιμων περιοχών της χώρας...

Αυτό που καθιστά ακόμα πιο κυνική τη συγκεκριμένη επιχειρηματολογία για την ασφάλεια, είναι το γεγονός ότι οι ανησυχίες της κυβέρνησης δεν επεκτείνονται στα ξενοδοχεία που ήταν κτισμένα με μικρής αντοχής υλικά σε νησιά με χαμηλό υψόμετρο. Όχι μόνο δεν εκκενώθηκαν για λόγους ασφάλειας τα νησιά – θέρετρα, αλλά το Δεκέμβριο του 2005, ένα χρόνο μετά το τσουνάμι, η κυβέρνηση Γκαγιούμ ανακοίνωσε ότι τριαντα πέντε νέα νησιά θα ήταν διαθέσιμα προς εκμίσθωση για διάστημα έως και πενήντα ετών. Εν τω μεταξύ στα λεγόμενα «ασφαλή νησιά» η ανεργία κάλπαζε και ξεσπούσαν βίαιες συγκρούσεις ανάμεσα στους νεοαφιχθέντες και στους παλιότερους κατοίκους...»

Εν τέλει η Σρι Λάνκα, η Ταϋλάνδη, οι Μαλδίβες δεν είναι πολύ μακρυά...και οι συνειρμοί για τη δική μας πραγματικότητα δεν είναι τυχαίοι... παντού στον κόσμο η κρίση μετατρέπεται σε ευκαιρία για όλο και λιγότερους...

Παντού στον κόσμο, αυτό που ζητούν από την κοινωνία είναι «απλά» να πληρώσει όλες τις υποδομές για την υλοποίηση των «επενδύσεων» της «ανάπτυξης» και χαίρονται όταν, πουλώντας γη ή μεταναστεύοντας, τους αδειάζουμε τη γωνιά!

 

 

 

Βάννα Σφακιανάκη

Αρχιτέκτων

Διαβάστηκε 12675 φορές Τελευταία τροποποίηση στις Τετάρτη, 11 Δεκεμβρίου 2013 10:03